«Χαμένοι στη μετάφραση», είκοσι χρόνια μετά. (Αναδημοσίευση)

Σαν σήμερα έκανε πρεμιέρα η ταινία της Σοφία Κόπολα, μια από τις κορυφαίες κινηματογραφικές στιγμές των ’00s.

Γιάννης Βασιλείου

Σαν σήμερα πριν από είκοσι χρόνια έκανε την πρεμιέρα τoυ στο φεστιβάλ του Telluride το «Χαμένοι στη μετάφραση» της Σοφία Κόπολα. Η ταινία έκανε τον γύρο των φεστιβάλ, αποσπώντας θετικές κριτικές, προβλήθηκε και στο διαγωνιστικό πρόγραμμα των Νυχτών Πρεμιέρας, και μάλιστα απέσπασε την πρώτη Χρυσή Αθηνά στην ιστορία του αθηναϊκού φεστιβάλ – εκείνη τη χρονιά καθιερώθηκε το βραβείο.

Λίγοι περίμεναν ότι η ταινία θα έφτανε μέχρι τα Όσκαρ, φεύγοντας με εκείνο του Πρωτότυπου Σεναρίου, και μάλλον κανείς δεν φανταζόταν ότι θα χτυπούσε την ευαίσθητη χορδή τόσων σινεφίλ και ότι η αγάπη των τελευταίων γι’ αυτή θα θέριευε μέσα στα χρόνια, ούτε ότι θα έφτανε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κινηματογραφικού κανόνα του 21ου αιώνα.

Η Σοφία Κόπολα είχε ήδη κερδίσει τον πρώτο γύρο απέναντι στους δύσπιστους, για τους οποίους ήταν μέχρι τότε το «κορίτσι του μπαμπά», ένα «nepo baby», όπως θα λέγαμε σήμερα, και η «πηγή της καταστροφής» του «Νονού 3». Αυτή η πρώτη νίκη της ήρθε χάρη στις «Αυτόχειρες Παρθένους», την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τζέφρι Ευγενίδη. Στο πρωτογενές υλικό υπάρχει μια δριμεία κριτική του αμερικανικού συντηρητισμού, οι φορείς του οποίου καταπνίγουν την πρωτοβουλία και την ιδιαιτερότητα, και όταν αναπόφευκτα συμβαίνει η τραγωδία, την αποδίδουν σε εξωγενή «πειρασμό», σε «ατυχές περιστατικό», στην «ατομική ευθύνη».

Η Κόπολα ιχνηλατεί την ευθεία γραμμή που ενώνει τις πέντε αδελφές Λίσμπον, αφουγκράζεται τη μελαγχολία τους, αναθέτοντας στους Air να κεντήσουν αρμοστά γλυκόπικρες indie συνθέσεις, και αναδεικνύει μέσω των κάδρων και του τόνου αυτό που δυσκολεύονται να κατανοήσουν οι ενήλικες, πια, αρσενικοί αφηγητές. Αν θες να ανακαλύψεις τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του ντεμπούτου και της δεύτερης ταινίας της, θα τον εντοπίσεις ακριβώς σε αυτή την αδυναμία των τελευταίων να «μεταφράσουν» τις αδερφές Λίσμπον.

Για τη «δύσκολη» δεύτερη ταινία της λοιπόν –τη λέμε δύσκολη επειδή o εκάστοτε σκηνοθέτης καλείται να αποδείξει ότι δεν στάθηκε τυχερός την πρώτη φορά– η σχεδόν τριαντάχρονη τότε δημιουργός άντλησε έμπνευση από προσωπικά της βιώματα. Την εποχή μετά τον «Νονό», όταν έψαχνε ακόμα «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει», μετακόμισε στο Τόκιο και αυτή η εμπειρία της στάθηκε αφορμή για να προχωρήσει στη συγγραφή του σεναρίου που θα γινόταν το «Χαμένοι στη μετάφραση». Ο ένας κεντρικός χαρακτήρας του σεναρίου είναι μια γυναίκα που διανύει την τρίτη δεκαετία της ζωής της και, σωστά μαντέψατε, ακόμα δεν ξέρει τι θα γίνει όταν μεγαλώσει.

Έχει ακολουθήσει τον φωτογράφο σύζυγό της στο Τόκιο για μια πολυήμερη φωτογράφισή του και περνά την περισσότερη μέρα μόνη της. Ο δεύτερος χαρακτήρας είναι ένας μεσήλικας χολιγουντιανός σταρ, παντρεμένος, σε κρίση ηλικίας, που βρίσκεται εκεί για να βγάλει πολλά και γρήγορα λεφτά διαφημίζοντας το γιαπωνέζικο ουίσκι Suntory – fun fact: μια τέτοια διαφήμιση είχε κάνει και ο πατέρας της με τον Κουροσάβα στα ’80s.

Για τον ρόλο του δεύτερου η Κόπολα επέλεξε τον Μπιλ Μάρεϊ, τον οποίο πολιορκούσε ασφυκτικά για έναν χρόνο, καθώς δεν μπορούσε να φανταστεί άλλον στη θέση του. Ο θρύλος, μάλιστα, θέλει τον Μπιλ Μάρεϊ να συμφωνεί προφορικά όταν τελικά συναντήθηκαν από κοντά, αλλά να μην έχει υπογράψει συμβόλαιο, με αποτέλεσμα η παραγωγή να έχει μεταφερθεί στο Τόκιο, τα γυρίσματα να είναι έτοιμα να ξεκινήσουν και η Κόπολα να περιμένει ανήσυχη μέχρι τελευταία στιγμή, φοβούμενη ότι ο Αμερικανός σταρ τελικά δεν θα εμφανιστεί. Στον ρόλο της πρώτης, που ως ένα σημείο αποτελεί και avatar της ίδιας, επέλεξε την ανερχόμενη τότε Σκάρλετ Γιόχανσον. Και έπεσε διάνα, δεν μπορείς να φανταστείς άλλους ηθοποιούς στη θέση των δυο τους.

Ο ακόμα άγουρος μαγνητισμός της Σκάρλετ και τα ενστικτώδη ερμηνευτικά τικ δείχνουν έναν άνθρωπο μη κατασταλαγμένο, αποπροσανατολισμένο, αλλά πρόθυμο να αρπάξει τη ζωή από τα κέρατα με την πρώτη ευκαιρία – μόνο που δεν ξέρει πότε και πώς. Το πολυκαιρισμένο πρόσωπο και το κουρασμένο, πλην με σπινθηροβόλες εξάρσεις βλέμμα του Μπιλ Μάρεϊ δεν αναπαριστούν απλά αλλά μεταφέρουν σχεδόν βιωματικά την κρίση ηλικίας, μα και τη θέληση για έξοδο από αυτή, χώρια που οι αυτοσχεδιαστικές του ικανότητες αναβαθμίζουν τα κωμικά επεισόδια, χωρίς τα οποία θα ήταν αδύνατη η μετάδοση της αίσθησης της χαρμολύπης – ή, τουλάχιστον, του πρώτου συνθετικού της.

Δεν χρησιμοποιήσαμε τυχαία τη λέξη «αίσθηση». Βλέπεις, υπάρχουν κλασικές αφηγηματικές ταινίες, με σφιχτοδεμένη πλοκή, που θέλουν να αφηγηθούν μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, υπάρχουν δράματα χαρακτήρα, υπάρχουν ταινίες δοκιμιακού τύπου, που επιβεβαιώνουν τη θεωρία της επονομαζόμενης κάμερας-στιλό και, έπειτα, υπάρχουν και ταινίες που επιχειρούν να μεταδώσουν κινηματογραφικά μια αίσθηση, ταινίες που απευθύνονται πρωτίστως στο θυμικό.

Το «Χαμένοι στη μετάφραση» ανήκει σε αυτές τις τελευταίες και η αίσθηση που θέλει να μεταδώσει είναι εκείνη της μοναξιάς, του μη ανήκειν αλλά και της λαχτάρας για την καταπολέμησή τους, της επιγενόμενης ανάγκης να (επι)κοινωνηθούν αυτά τα συναισθήματα. Το διαχρονικά viral αρχικό πλάνο με το ροζ see-through εσώρουχο της Γιόχανσον δεν αποτελεί απλώς ένα φετιχιστικό κάδρο, μας πληροφορεί με το καλημέρα ότι η επιθυμία της ηρωίδας να αποκαλυφθεί, να φανερωθεί το εσωτερικό της, έχει γίνει επιτακτική.

Κατά το πρώτο ημίωρο η Κόπολα μας συστήνει την κατάσταση των χαρακτήρων και την αδυναμία τους να ενσωματωθούν σε μια ξένη πόλη, να συγχρονιστούν με τους ρυθμούς της, να κατανοήσουν την κουλτούρα της. Οι neon φωτισμοί του Τόκιο μοιάζουν γοητευτικοί, πλην αφιλόξενοι. Το κεφάλι του Μπιλ Μάρεϊ ξεχωρίζει λόγω ύψους μέσα στο ασανσέρ, το μέρος όπου οι δυο χαρακτήρες θα βρεθούν για πρώτη φορά στο ίδιο πλάνο, αν και η γνωριμία τους θα έρθει αργότερα, στο 31ο λεπτό. Αυτό που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους στη συνέχεια δεν είναι ακριβώς μια ερωτική σχέση, αν και ο ερωτισμός υφέρπει και από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται έκδηλος.

Θα δεις την ταινία να μνημονεύεται από μερικούς ως μια σημαντική προσθήκη στα «καταραμένα ρομάντζα» του σινεμά, μα στην πραγματικότητα αυτή η σύντομη συνάντηση ανάμεσα στη Σάρλοτ και στον Μπομπ Χάρις δεν αποτελεί μια μικρή ερωτική ιστορία που, όπως συμβαίνει συνήθως, έπεσε θύμα κακού timing. Η γνωριμία τους έρχεται ακριβώς στο σωστό timing, καθώς αυτό που αναζητούν αμφότεροι είναι η επικοινωνία, θέλουν να «μεταφράσουν» τον άλλο και να «μεταφραστούν» οι ίδιοι.

Και, φυσικά, επικοινωνία δεν είναι μόνο η γλώσσα. Επικοινωνία μπορεί να είναι μια εμφατική σιωπή στο ασανσέρ. Ένα βλέμμα όλο νόημα την ώρα που επιχειρείς να τα φέρεις βόλτα με το «More than this» των Roxy Music στο karaoke – δύσκολο εγχείρημα. Θα μπορούσε να έχει επιλεγεί οποιοδήποτε άλλο τραγούδι για τη σκηνή, μα έπρεπε να είναι αυτό, ένας ύμνος στην ακαταμάχητη σαγήνη της στιγμής – «more than this, you know there’s nothing, more than this, tell me one thing», λέει το δίστιχο. Επικοινωνία μπορεί να είναι μια αλά nouvelle vague απόδραση με τα χέρια πιασμένα, μέσα από arcade θαλάμους και φλιπεράκια και τα συριστικά μπλιμπλίκια τους και κατεύθυνση μια νυχτερινή αστική θάλασσα από αυτοκίνητα και φθορίζοντες φωτισμούς.

Μπορεί να είναι μια από κοινού παρακολούθηση της φελινικής «Ντόλτσε Βίτα» στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, έστω και με γιαπωνέζικους υπότιτλους – λίγα πράγματα είναι πιο ρομαντικά από το να μοιράζεσαι μια ταινία με κάποιον. Μπορεί, τέλος, να είναι και ένα φευγαλέο, αμήχανο φιλί που αμφιταλαντεύτηκε μεταξύ μάγουλου και στόματος, μεταξύ κενού και αποβάθρας. Και, φυσικά, μια αγκαλιά κι ένας ψίθυρος στο πλήθος.

Πολύ μελάνι χύθηκε γι’ αυτό το περιβόητο στιγμιότυπο λίγο πριν από το τέλος, όπου δεν ακούγεται τι ψιθυρίζει στο αυτί της Γιόχανσον ο Μπιλ Μάρεϊ. Αν διαβάσεις την ιστορία πίσω από αυτή την ιδέα, θα ανακαλύψεις ότι προέκυψε μεταγενέστερα, στο δωμάτιο του μοντάζ. Κάποιοι προσπάθησαν (και τα κατάφεραν) να απομονώσουν και να βελτιώσουν τον ήχο και να αποκαλύψουν το μυστικό, κάποιοι το θεώρησαν εξαρχής μια εξυπνάδα, ένα ανούσιο αίνιγμα με στόχο να προκαλέσει συζητήσεις και να εξασφαλίσει τη συνέχεια της ταινίας μετά το πέρας της προβολής.

Θα μας επιτρέψετε να πάρουμε τις αποστάσεις μας και από τους μεν και από τους δε. Στα μάτια μας, ό,τι κι αν ειπώθηκε μεταξύ των δύο ηρώων, δεν προορίζεται για τα αδιάκριτα αυτιά μας. Ίσως επειδή κάποια πράγματα (πρέπει να) λέγονται μόνο σε εκείνον που μπόρεσε να τα ξεκλειδώσει, αλλιώς καλύτερα να ειπωθούν στην τρύπα ενός πέτρινου μνημείου και να αφεθούν να χορταριάσουν, όπως στο «In the mood for love» του Γουόνγκ Καρ Βάι. Το μυστικό ανήκει στη Σάρλοτ και στον Μπομπ και το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτούς είναι να το αφήσουμε αμετάφραστο, να τους χαρίσουμε αυτήν τη στιγμή ιδιωτικότητας και οικειότητας – διαφορετικά θα σήμαινε ότι όλη αυτή την ώρα δεν τους είχαμε «μεταφράσει» σωστά.

πηγή: http://www.lifo.gr