“Ο ποιητής Οβίδιος ζει εξόριστος στην γη του Πόντου”
Πάει πολύς καιρός που ζω εδώ παγιδευμένος. Ούτε που θυμάμαι πώς βρέθηκα εδώ, ποιος μ’ έφερε και για ποιον λόγο. Ξέρω μόνο πως τόσον καιρό βρίσκομαι σε μια γη που βρέχεται από θάλασσα κι έχει μιαν ενδοχώρα γεμάτη κυπαρίσσια.
Σ’ αυτή την γη δεν υπάρχουν κτίσματα, εκεί που μένουν οι άνθρωποι δεν έχει τοίχους, ούτε ταβάνια, και το δάπεδο είν’ από χώμα και χαλίκια. Όλοι έχουμε ένα ράντσο για να πλαγιάζουμε, ένα γραφείο με μπόλικες σελίδες χαρτί και στυλό, μια καρέκλα κι ένα δοχείο νυκτός. Φαΐ και πόσιμο νερό δεν βλέπεις και στην αρχή φοβόμουν ότι θα πεθάνω από πείνα ή δίψα. Για κάποιον λόγο, που ακόμα δεν έχω καταλάβει, τίποτα από αυτά δεν έγινε – ευτυχώς! – αλλά πάντα νιώθω μια υποψία λιγούρας.
Ο άλλοι γύρω μου δεν ξέρω σε τι φάση είναι· καμία φορά από όσες τους χαιρετάω, δεν παίρνω απάντηση· δηλαδή, στρέφονται προς το μέρος μου, κουνάνε τα χέρια τους, ανοιγοκλείνουν τα στόματά τους, αλλά φωνή δεν ακούγεται. Το περίεργο είναι ότι από τις εκφράσεις των προσώπων και τις χειρονομίες τους, δείχνουν να συμπεριφέρονται σαν να συνεννοούμαστε κανονικά. Άντε βγάλε άκρη. Στην αρχή απορούσα κι ένιωθα αμήχανα, κατόπιν, για καιρό τσατιζόμουν· πλέον δε δίνω σημασία, κάνω τον Καραγκιόζη, άσε κιόλας που φορές κάνω κέφι το βουβό αλισβερίσι· άλλωστε, απ’ το ν’ ακούω μαλακίες, χίλιες φορές η σιωπή που είναι χρυσός, όπως όλοι ξέρουν, και που κατά πώς φαίνεται μακραίνει τη ζωή και τις φιλίες.
Σε τούτη τη γη δε βαριέσαι ποτέ. Άμα θέλεις να διαβάσεις κάτι, να περάσει η ώρα, το μόνο που έχεις να κάνεις, είναι να πας στην παραλία, να σκάψεις με τα χέρια σου ένα λάκκο στην άμμο, και, πάντα, θα εμφανίζεται μαζί με νερό που αναβλύζει κι ένα μπουκάλι που θα περιέχει μία σελίδα τυλιγμένη. Η μία αυτή σελίδα φτάνει για κάθε στιγμή, που με τη σειρά της διαρκεί τρία τέταρτα με μία ώρα. Μετά, αυτό που θα έχεις διαβάσει θα σου μείνει εντυπωμένο στο νου και θα παλεύεις μαζί του για μέρες και μέρες· ακόμα και στον ύπνο σου θα σε επισκέπτεται και θα το δουλεύεις στο όνειρό σου. Τις άλλες ώρες θα γράφεις, θα ρεμβάζεις, θα ξαναγράφεις και αυτό είναι όλο.
Στην γη τούτη έχει καλό κλίμα, ήπιο. Γενικά, έχει δροσιά, δίχως να πονάνε το κόκαλα και οι αρθρώσεις. Ρούχα δεν χρειάζεσαι γιατί κανείς δεν φορά ρούχα, και κανείς δεν νιώθει ντροπή για τη γύμνια του, γιατί κανείς δεν ξέρει ότι είναι γυμνός. Έτσι απλά. Άλλωστε, κανείς δεν κρυώνει ποτέ ούτε ποτέ κάνει κάμα.
Όπως είπα και στην αρχή, πάει πολύς καιρός που βρίσκομαι σε τούτη τη γη που την βρέχει η θάλασσα και που είναι γεμάτη κυπαρίσσια. Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι να έχω ζήσει ποτέ άλλοτε σε άλλον τόπο, ούτε νιώθω να θέλω να πάω κάπου αλλού. Όπως είχε πει κάποιος, αν κάτι δεν το αντιληφθείς, δεν συνέβη ποτέ· με τον ίδιο τρόπο, κανένας τόπος δεν υπάρχει αν δεν τον έχω υπόψη μου. Οπότε, εδώ θα μείνω, εδώ θα είμαι, μέχρις ότου πάψω να είμαι άλλο πια.
Κ.Μ.