Οι περιθωριακοί αόρατοι ήρωες του Δημοσθένη Βουτυρά (αναδημοσίευση)

πηγή: https://www.epohi.gr/

Η Χριστίνα Χρονοπούλου δρ Νεοελληνικής Λογοτεχνίας χαρακτηρίζεται από άψογη κατάρτιση, βαθιά γνώση του αντικειμένου της και γραφή διαυγή και σαφή. Πρόσφατα συμμετείχε στο αφιέρωμα της εφημερίδας “Εποχή” σε αφιέρωμα σχετικό με τον Έλληνα διηγηματογράφο Δημοσθένη Βουτυρά. Είχε την ευγενή καλοσύνη να μου επιτρέψει να αναδημοσιεύσω στον Τοποτηρητή τη δική της συνεισφορά στο αφιέρωμα αυτό. Την ευχαριστώ θερμά και σας παρουσιάζω το άρθρο της.

της Χριστίνας Χρονοπούλου

Μισός αιώνας άοκνης λογοτεχνικής παραγωγής. Αναρίθμητα διηγήματα −ελάχιστες νουβέλες και μυθιστορήματα− που δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά από το 1900 έως το 1950, κάλυψαν πενήντα χρόνια ελληνικής πραγματικότητας.

Θα έλεγε κανείς ότι όταν κάποτε είπε ότι θα τυλίξει τη γη με διηγήματα ήταν αλήθεια. Τα έργα του εκδόθηκαν σε πολλά περιοδικά της Αθήνας, της Αιγύπτου, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης και σε ελληνόγλωσσα της Αμερικής. Γνώρισε τη διεθνή αναγνώριση στη μετάφραση διηγημάτων του σε πολλές γλώσσες ενώ το διήγημα «Ο θρήνος των βοδιών» δημοσιεύτηκε το 1928 στο «La Revue Nouvelle», ανάμεσα σε μεγάλα ονόματα της ξένης λογοτεχνίας, όπως ο Σέργουντ Άντερσον, ο Ραμόν Γκόμεθ Ντε Λα Σέρνα, ο Αλφόνσο Ρέγιες και η Βιρτζίνια Γουλφ. Ιδιαίτερα τιμητική θέση πήρε όμως ανάμεσα στον λογοτεχνικό κόσμο με την αναγνώριση ως του πρώτου έλληνα πεζογράφου που μεταφράστηκε στα ρωσικά.

Ο λόγος για τον Δημοσθένη Βουτυρά (1872-1958), τον πρωτοπόρο λογοτέχνη που έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του 20ού αιώνα. Έγραψε πάνω από 450 διηγήματα, τα οποία έχουν περιληφθεί σε συλλογές, ενώ πολλά ακόμη βρίσκονται σκόρπια σε εφημερίδες και περιοδικά και, ξεπερνώντας την ηθογραφία, αναφέρονται στην αστική ζωή. Ο ίδιος υπήρξε πλούσια, πολυδιάστατη και ανατρεπτική προσωπικότητα, συμπορεύτηκε με τις σύγχρονες λογοτεχνικές τάσεις της Ευρώπης περισσότερο από ένστικτο και ταλέντο παρά από προσωπική τριβή μαζί τους, απασχόλησε και δίχασε την κριτική, η οποία παρουσίασε ποικίλες και αντιφατικές προσεγγίσεις για το έργο του συγγραφέα. Τα έργα του Βουτυρά αποτέλεσαν έναν γρίφο για τη λογοτεχνική κριτική της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα, η οποία αδυνατούσε να κατανοήσει το μοντέρνο πνεύμα γραφής που είχε φέρει στη διηγηματογραφία. Ο Βουτυράς ανέτρεψε τους συγγραφικούς κανόνες, δεν εντάχθηκε σε κάποια σχολή ή τάση, εντούτοις υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής στην εποχή του (γενιά του ’20). Από την άλλη, οι κριτικοί της γενιάς του ’30 –όχι ο Τερζάκης, ωστόσο– αδιαφόρησαν επιδεικτικά για το συγγραφικό έργο του Βουτυρά το οποίο είχε, κατά κοινή ομολογία, σκιαγραφήσει με πρωτοτυπία την καθημερινή ατμόσφαιρα και τον παλμό της ελληνικής μεσοπολεμικής περιόδου.

Οι χαρακτήρες του

Στο διηγηματικό περιβάλλον του Βουτυρά η πλειονότητα των χαρακτήρων βιώνει τον κοινωνικό αποκλεισμό, η οποία ταυτίζεται κυρίως με την χαμηλή οικονομική κατάσταση αλλά συνδέεται και με φαινόμενα όπως η περιθωριοποίηση η αποκλίνουσα συμπεριφορά, το κοινωνικό στίγμα.

Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται να αναπαράγουν την κοινωνική τους θέση λόγω των επαναλαμβανόμενων κοινωνικών πρακτικών οι οποίες συνθέτουν την κουλτούρα τους. Αδυνατούν να ξεφύγουν από τις συνήθειες οι οποίες υπαγορεύονται από τις αντικειμενικές δομές της κοινωνίας και παραμένουν παγιωμένες μέσα στον αναλλοίωτο χώρο αυτού του πλαισίου, με αποτέλεσμα τη μοιραία υποταγή στο κοινωνικό πλαίσιο το οποίο ανήκουν.

Οι χαρακτήρες του Βουτυρά εμφανίζονται σε μια εποχή έντονης κρίσης και αμφισβήτησης των αξιών και αποδομούν το πρότυπο του ένδοξου ήρωα. Αδιαφορούν συνήθως για τους θεσμούς και προβάλλουν με απολυτότητα και ακρότητα τις δικές τους αξίες με τον λόγο και τις πράξεις τους, οι οποίες αντιβαίνουν στα καθιερωμένα.

Οι ήρωές του έλκονται από το παράξενο, το χαώδες, που εκφράζεται από τη βύθιση στο όνειρο και τη φαντασίωση, ή παραμένουν άτολμοι και μοιραίοι, κλεισμένοι στον δικό τους κόσμο, μέσα σε μια ναρκισσιστική διάθεση που τους δίνει μιαν αίσθηση ανωτερότητας. Οι βασανισμένες φιγούρες τους έλκονται από την παρακμή και αναδεικνύονται εκεί πρωταγωνιστές. Στη βάση τους οι ήρωες του Βουτυρά αποκτούν μια υψηλή θέση, είναι ο καθένας μια ατομική περίπτωση, διεκδικώντας έτσι λόγο ύπαρξης ακόμη μέσα και από αυτή την προβεβλημένη ασυνείδητα ηττοπάθεια.

Εκφράζονται κυρίως μέσω του σπασμωδικού και διαταραγμένου λόγου, είτε μέσα από έντονες παύσεις, υφολογικές επιλογές οι οποίες δηλώνουν με υπόρρητα μηνύματα την κοινωνική και πολιτική θέση και αποκαλύπτουν ένα πεδίο διασταύρωσης κοινωνικών τόνων, δίνοντας ερμηνείες και αποτιμήσεις εκείνης της τάξης των ανθρώπων που κινούνται στο κοινωνικό περιθώριο, εργατών και μη.

Ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση

Το περιθώριο του Βουτυρά δεν ορίζεται ως η άκρη του κοινωνικού ιστού. Είναι το «ανάμεσα», εκεί που οι χαρακτήρες δεν ζουν αλλά υπάρχουν στο ίδιο ατέρμονο χωρο-χρονικό μονοπάτι. Για αυτό και ο ευρύτερος χώρος όπου εντοπίζονται οι χαρακτήρες δεν προσδιορίζεται πάντα με σαφήνεια, αλλά σκιαγραφείται μέσα σε ένα θολό τοπίο, κατά βάση αστικό, στο παρόν όπως και στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον. Αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση ακινησίας, ενώ αργότερα κάποιοι άλλοι θα αναζητήσουν άλλες κοινωνίες. Ο Μαμούλης στο «Και κανένα καλό», ο Φάρμας στο «Παραρλάμα», ο Καμένας στο «Το μίσος του Καμένα», η Γραμματική, στο «Η Γραμματική», ο Μπαλάφας στο «Ο Μπαλάφας στον Παράδεισο», ο Αλίμπης στο «Ο Απόκληρος», ο Σκαλίρης στο «Σαν τα πουλάκια», ο Κούρμας στο «Γιατί λυπάσαι;» είναι μερικοί μόνο από τους πολλούς πρωταγωνιστές των έργων με ονόματα απόκοσμα, οιονεί αβάπτιστοι, είναι αόρατοι -αν και όχι πάντα με δική τους πρόθεση- δεν ανήκουν πουθενά. Βρίσκονται σε ένα limbo, μια κατάσταση μετέωρη ανάμεσα στον παράδεισο και στην κόλαση, όπου δεν μπορούν να ελέγξουν τα πράγματα ωστόσο, επειδή σε αυτή την ουδέτερη ζώνη περνούν απαρατήρητοι, μπορούν να αισθάνονται ελεύθεροι.

Οι «Αόρατοι», η πιο δημοφιλής κατηγορία χαρακτήρων του Βουτυρά, επιχειρούν -όχι πάντα με επιτυχία- να κινηθούν απειλητικά προς πάσα κατεύθυνση, ακόμη και προς τους ίδιους χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Κρυμμένοι σε γκρεμισμένους πύργους μαζί με τα στοιχειά «Το μίσος του Καμένα», άλλοτε τα βράδια γράφουν στα κρυφά ακατάληπτα συνθηματικά «Παραρλάμα», άλλες φορές, ενώ έχουν φύγει από τη ζωή, γυρίζουν πίσω και αποκαλύπτουν το σαθρό και το διεφθαρμένο «Ο Μπαλάφας στον Παράδεισο», ειρωνεύονται τον μικροαστισμό και εκδηλώνουν την ανωτερότητά τους προκαλώντας τον τρόμο μόνο με τη σκιά τους. Αντιτίθενται στον αστικό τρόπο ζωής με τη μη-βία, ως άδηλη μορφή αντίστασης σε μιαν απάνθρωπη κοινωνία, ωστόσο, οι υποδηλώσεις φράσεων και συνδηλώσεις σε τίτλους διηγημάτων, προειδοποιούν και υπόσχονται για μια άλλη κοινωνία, νέα και δίκαιη στο μέλλον, η οποία «θα ’ρθει».

Μετά το 1930, η συγγραφική πένα του Βουτυρά επιχείρησε πιο αποφασιστικά να αποδώσει τους υπαρξιακούς προβληματισμούς του δίνοντας στους χαρακτήρες την ευκαιρία να δραπετεύσουν από τον περιορισμένο και καταπιεστικό ορίζοντα της καθημερινότητας, να τους προσφέρει την προοπτική επαναδημιουργίας του κόσμου ή την ανακάλυψη άλλων πολιτισμών μέσα από το ατμοσφαιρικό περιβάλλον της φανταστικής λογοτεχνίας. Επιστρατεύοντας τη διορατικότητά του, ο συγγραφέας στράφηκε -όχι αποκλειστικά και μόνο- σε αφηγηματικά μοτίβα της επιστημονικής φαντασίας όπως το ταξίδι στον χρόνο, η τηλεμεταφορά, οι χαμένοι πολιτισμοί. Τα έργα -αναφέρω ενδεικτικά- «Από τη Γη στον Άρη», «Κάλπικοι πολιτισμοί», «Ο χαμός της Ατλαντίδας», φανερώνουν την ανάγκη για μια νέα μορφή παραβίασης και ρήξης που προσφέρει η ανατρεπτική λειτουργία του Φανταστικού.

H Χ. Χρονοπούλου είναι δρ Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.