Δυο ποιήματα για την Κυριακή 11 – Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

Νεκρικό τραγούδι για τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας
(απόσπασμα)

Κανείς δεν σε γνωρίζει πια, όμως εγώ σε τραγουδώ,
τραγουδώ, γι’ αργότερα, το μέτωπό σου και τη χάρη σου,
την ωριμότητα της γνώμης σου της ξακουσμένης,
τον πόθο που ‘χες για τον θάνατο, και τη γεύση των χειλιών σου,
και την πίκρα που ‘ταν στο βάθος της αντρίκειας σου χαράς.

Θ’ αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν γεννηθεί ποτές,
ένας Ανδαλουσιάνος τόσο αγνός, τόσο γιομάτος περιπέτεια.
Το τι ευγένεια είχε τραγουδώ με λόγια όλο δάκρυα,
κι ο νους μου πάει στον πικρόν άνεμο
που μες στον ελαιώνα λυσσομανά.

Μετάφραση: Νίκος Εγγονόπουλος

Η αυγή

Η αυγή της Νέας Υόρκης έχει
τέσσερις κίονες από λάσπη
κι έναν ανεμοστρόβιλο από μαύρα περιστέρια
που βουτούν μέσα στ’ ακάθαρτα νερά.
Η αυγή της Νέας Υόρκης όλο θρηνεί
μες στις απέραντες σκάλες ανα-
ζητώντας ανάμεσα στ’ αγκωνάρια
νάρδους σχεδιασμένης αγωνίας.

Φθάνει η αυγή κι όμως κανένας δεν τη δέχεται στο στόμα του
γιατί εκεί κάτω δεν υπάρχει πρωί κι ελπίδα πιθανή.
Κάποτε τα νομίσματα σε μανιασμένα σμήνη
τρυπούνε και καταβροχθίζουv τα εγκαταλειμμένα παιδιά.

Κείνοι που πρώτοι βγαίνουν έξω νιώθουνε μέσα στα κόκαλά τους
πως δε θα υπάρξει ούτε παράδεισος ούτε έρωτες που φυλλοροούν
ξέρουν πως πάνε προς το βόρβορο των νόμων και των αριθμών
προς τα’ άτεχνα παιχνίδια; προς τους άκαρπους ιδρώτες.

Σαβανωμένο είναι το φως ανάμεσ’ από αλυσίδες και θορύβους
στην καταφρόνια την αδιάντροπη μιας επιστήμης δίχως ρίζες.
Άνθρωποι ανύπνωτοι τρικλίζουν στα προάστια
σα να γλίτωσαν από κάποιο ναυάγιο αίματος.

(Μετάφραση: Τ. Βαρβιτσιώτης)

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα

(1898 – 1936)