Ένα ποίημα για την Κυριακή – Γιάννης Σκαρίμπας

“Ο σταθμάρχης”

Θόλωνε το βράδυ και το τραίνο είχ’ έμβει
Στον ερημικό σταθμό βαρύ και ατόφιο
Λες το’ χε τυρλίξει σ’ άχνά πέπλα η ρέμβη
Έτσι ως ξάφνου στάθκε ακίνητο και ψόφιο.

Σήμανε η καμπάνα κι έτριξαν οι θύρες,
Ούρλιάξε ‘να σφύριγμα και αυτό εκινήθη
Πλάι σε μια παράτα αγερώχες φιλύρες
Που κώπηλατούσαν –λές στητές- στη λήθη.

Λίγο ακόμα κι όργιο – αρθρωτή γουστέρα-
Θάφευγε ως είχ’ έρθει μες των ατμών τολύπη
Κι εγώ πάλι μόνος στη θλιμμένη εσπέρα
Με συντρόφισσά μου, θάμενα, τη λύπη.

………………………………………………

Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παραθύρι
Ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει
Μια σειρά άσπρα δόντια , δυο μάτια σαπφείροι
Μούστειλαν – φίλημα στα χάη!

Έμενα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
Του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα^
Κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στράτι- ωτικό στη νύχτα…

Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια , μάτι
Όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
Έδωσα σινιάλο – το κ α θ ή κ ο ν_ για τη
Διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…

από την ποιητική συλλογή ”Εαυτούληδες” (πρώτη έκδοση 1952)

Γιάννης Σκαρίμπας
(1893 – 1984)