“Δέηση για τις μπαρόβιες ψυχές” ή “Υπάρχουν μπαρ στον κάτω κόσμο;”

Βρίσκομαι σ’ ένα πλατειάκι, σε κάποιο παλιομοδίτικο καφέ και η ώρα κοντεύει τρεις το μεσημέρι. Πίσω μου ακριβώς κάθεται ένα νεανικό ζευγάρι, μιλούν στα γερμανικά, η κοπέλα Ελληνίδα και ο τύπος Γερμανός που μιλάει δυνατά και με φωνή τμηματάρχη που ορίζει τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν από τους υπαλλήλους του τμήματός του. Μιλάει τόσο δυνατά που αδυνατώ να τον αγνοήσω. Από την άλλη ντρέπομαι να μετακινηθώ, καθώς δεν θέλω να γίνει αντιληπτό ότι ενοχλούμαι. Επιπλέον, δεν καταλαβαίνω τίποτα από όσα λέει – να το χέσω το μιτελστούφε. Πιάνω, όμως, τις ακόλουθες λέξεις; “ντεμοκράτισε”, “κομουνίστ γκενεράλ”, “τσε ντε ου”, “εφ ντε πε”, “κάστρο” και “τσε γκεβάρα”. Να δεις που αν δεν είναι ελευθεριακός, θα ψηφίζει “Ντι Λίνκε” (“Η Αριστερά”). Άραγε, υπάρχει ακόμη άνυρωπος που περιμένει να ρίξει γυναίκα με πολιτική κουβέντα;

Κατά τ’άλλα η κίνηση αραιώνει, αλλά δεν κόβεται. Στ’αλήθεια δεν κόβεται ποτέ. Ακόμη και τη νύχτα κυκλοφορούν οι ψυχές πεθαμένων, προ πολλού, νυχτόβιων θαμώνων μπαρ της καταστροφής ή της ανάγκης – διαλέγεις και παίρνεις. Τριγυρνάνε στους δρόμους και τα σοκάκια βλαστημώντας την πνευματική τους υπόσταση, που δεν μπορούν να ευχαριστηθούν μισό ποτό ή ένα σφηνάκι έστω. Όλοι κουβαλούμε έναν σταυρό, αλλά τούτες τις ψυχές τις μπαρόβιες, πραγματικά τις πονάω. Για κείνες ξαγρυπνώ, για κείνες βρίζω, για κείνες γράφω και για κείνες τρώω και πίνω. Τώρα που το σκέφτομαι, θα έπρεπε όλοι, τις πρώτες σταγόνες από κάθε ποτήρι με πιοτό, να τις χύνουμε στον δρόμο, σπονδή στις μπαρόβιες αυτές ψυχές. Ίσως, έτσι ευφρανθούν και βρουν την ανάπαυση που δικαιούνται, κι εμείς – πού ξέρεις – ίσως αξιωθούμε μια καλύτερη τύχη.

Κ.Μ.