Η στυγνή Realpolitik και η αιματηρή κληρονομιά του Kissinger (αναδημοσίευση)

*άρθρο της Εύης Αναστασιάδου στο http://olafaq.gr  

**διατηρείται η ορθογραφία, στίξη κλπ του πρωτοτύπου

Η περίπλοκη και αμφιλεγόμενη κληρονομιά του Henry Kissinger εξακολουθεί να αντηχεί στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα, τη Ρωσία και τη Μέση Ανατολή, ενώ αφαίρεσε οποιοδήποτε ψήγμα ηθικής και ανθρωπισμού από την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Εύα Αναστασιάδου

Λίγοι διπλωμάτες και πολιτικές φιγούρες έχουν εξυμνηστεί και επικριθεί ταυτόχρονα με το ίδιο πάθος όπως ο μαέστρος της Realpolitik, Henry A. Kissinger. Από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν ήταν ακόμα στρατιώτης στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις μέχρι το τέλος του ψυχρού πολέμου, ακόμη και στον 21ο αιώνα, η δράση του, η κληρονομιά του και ο τρόπος σκέψης του είχε σημαντικό, διαρκή αντίκτυπο στις παγκόσμιες υποθέσεις ενώ η μακρά καριέρα του ενέπνευσε δεκαετίες συζητήσεων σχετικά με την ηθική των πράξεών του. Θεωρούμενος ο πιο ισχυρός υπουργός Εξωτερικών στη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή, αναμόρφωσε τη διπλωματία για να αντικατοπτρίζει τα αμερικανικά συμφέροντα σε μία σκληρή πολιτική ρεαλισμού, που ποδοπατούσε αξίες και ανθρώπινα δικαιώματα στο βωμό του έθνους.

Συμβούλεψε 12 προέδρους – από τον John F. Kennedy έως τον Joseph R. Biden Jr. ενώ το ευρωπαϊκό του υπόβαθρο (καθώς ήταν Γερμανοεβραίος πρόσφυγας), η ακαδημαϊκή του πορεία, η σπάνια αντίληψή του για τη διπλωματική ιστορία και η υπεράσπιση της Realpolitik καθόρισαν με μοναδικό τρόπο τις αμερικανικές διεθνείς σχέσεις.

H διδακτορική διατριβή του Kissinger “A World Restored: Metternich, Castlereagh and the Problems of Peace, 1812-1822”, παρέχει μεγάλη εικόνα για τα θεμέλια της κοσμοθεωρίας του και την εξαιρετική του σταδιοδρομία ως ο εξέχων μελετητής-επαγγελματίας του έθνους της εξωτερικής πολιτικής και της παγκόσμιας τάξης. Υποστήριξε ότι οι διαμορφωτές εξωτερικής πολιτικής μετρώνται από την ικανότητά τους να αναγνωρίζουν αλλαγές στην πολιτική, στρατιωτική και οικονομική ισχύ στο διεθνές σύστημα – και στη συνέχεια να κάνουν αυτές τις αλλαγές να λειτουργήσουν προς όφελος της χώρας τους. Στο μοντέλο αυτό όμως εξωτερικής πολιτικής, αξίες όπως η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ελευθερίες δεν έχουν κανέναν ρόλο.

Από το 1955 έως το 1968 υπηρέτησε ως σύμβουλος ασφαλείας και στρατηγικής τους προέδρους, Eisenhower, Kennedy, Johnson, ενώ την περίοδο 1973-1977 διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών των Nixon και Ford ενώ τη δεκαετία του 1980, ήταν σύμβουλος εξωτερικών υποθέσεων της κυβέρνησης Reagan. Στον Λευκό Οίκο του Nixon, ήταν σύμβουλος εθνικής ασφάλειας και αργότερα κατείχε ταυτόχρονα το αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών. Από τότε κανείς δεν έχει αναλάβει και τους δύο ρόλους ταυτόχρονα.

Οι καίριες αυτές θέσεις στην Αμερικανική πολιτική σκηνή του επέτρεψαν να διευθύνει τον πόλεμο του Βιετνάμ, να παίξει σημαντικό ρόλο στον Ψυχρό Πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση και να εφαρμόσει μια αυστηρά «ρεαλιστική» προσέγγιση που έδινε προτεραιότητα στα συμφέροντα των ΗΠΑ δικαιολογώντας στο βωμό τους οποιαδήποτε θηριωδία μπορούσε να τα υποστηρίξει.

Ο Kissinger, όπως και ο Nixon, ήταν ένθερμος σκεπτικιστής των γραφειοκρατών που πίστευε ότι ήταν πολύ ιδεαλιστές και ηθικολόγοι στην προσέγγισή τους στον πόλεμο του Βιετνάμ και στον σοβιετικό κομμουνισμό, και στις αρχές της θητείας του αναμόρφωσε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου στη σύγχρονη μορφή του για να «δαμάσει τη γραφειοκρατία» και να ενθαρρύνουν «μια πιο συγκεντρωτική και μυστική προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική», έγραψε ο Thomas A. Schwartz, ιστορικός του Πανεπιστημίου Vanderbilt, στη βιογραφία του για τον Kissinger το 2020.

Το ανθρώπινο τίμημα της επιτυχίας του Kissinger
Για τον Nixon, η διπλωματία του Kissinger καθόρισε το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ. Αυτό και σε συνδυασμό με τη συνθήκη περιορισμού των όπλων με την Σοβιετική Ένωση και την πλήρη αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με την Κίνα κατέστησαν τον Kissinger σούπερ σταρ εντός της κυβέρνησης Nixon και του αμερικανικού κατεστημένου εξωτερικής πολιτικής. Κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης το 1973 για τη διπλωματία του στο Βιετνάμ, ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα Νόμπελ στην ιστορία του θεσμού, καθώς ο πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει αλλά δεν υπολόγισαν το τίμημα με το οποίο επετεύχθει η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός.

Κάθε επιτυχία όμως στην εξωτερική πολιτική είχε και ένα απίστευτο ανθρώπινο κόστος που ήταν άμεσο αποτέλεσμα της απελπισίας του Kissinger να λάμψει. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική του αποτέλεσε πολλάκις σημαντικός παράγοντας στην ανατροπή δημοκρατικών καθεστώτων και την επιβολή αυταρχικών δικτατοριών που στοίχισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους με μοναδικό σκοπό την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων.
Την άνοιξη του 1969, απελπισμένος να βάλει τέλος στον πόλεμο του Βιετνάμ, ο Kissinger ενέκρινε ένα από τα πιο φρικιαστικά κεφάλαιά του: τη μυστική εκστρατεία βομβαρδισμού κορεσμού στην Καμπότζη. Η θεωρία ήταν ότι θα ανάγκαζε το Βόρειο Βιετνάμ να δεχτεί τις αμερικανικές θέσεις για τον τερματισμό του πολέμου, μια πρώιμη χρήση της προσέγγισης «βόμβες ως μέσο διπλωματίας», όπως την έχει περιγράψει ο ιστορικός του Γέιλ και σκληρός επικριτής του Kissinger Greg Grandin.
Από το 1969 έως το 1973, όταν το Κογκρέσο που είχε σε μεγάλο βαθμό κρατηθεί στο σκοτάδι σχετικά με την εκστρατεία της Καμπότζης κινήθηκε για να την σταματήσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ρίξει μισό εκατομμύριο τόνους βομβών στην ουδέτερη χώρα.

Ο Kissinger «ενέκρινε προσωπικά κάθε μία από τις 3.875 βομβαρδιστικές επιδρομές στην Καμπότζη» που σημειώθηκαν μεταξύ 1969 και 1970, σύμφωνα με έκθεση του Πενταγώνου που δημοσιεύθηκε αργότερα. Η εκστρατεία βομβαρδισμού σκότωσε μεταξύ 150.000 και μισό εκατομμύριο πολίτες της Καμπότζης, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις. Βοήθησε επίσης να ξεσπάσει ένας εμφύλιος πόλεμος εντός της Καμπότζης που οδήγησε στην άνοδο των Ερυθρών Χμερ και του Πολ Ποτ, ενός δικτάτορα του οποίου το καθεστώς σκότωσε έως και 2 εκατομμύρια Καμποτζιανούς, σύμφωνα με σύγχρονες εκτιμήσεις.

Όπως και το τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, το άνοιγμα των σχέσεων με την Κίνα προηγήθηκε άμεσα από μια θηριωδία που οι Ηνωμένες Πολιτείες αγνόησαν ευρέως: τις δολοφονίες του 1971 από το Πακιστάν σε τουλάχιστον 500.000 ανθρώπους στο σημερινό Μπαγκλαντές, τότε γνωστό ως Ανατολή Πακιστάν.

Μέσω διαρροών εγγράφων και κασετών και μέσω απομνημονευμάτων πρώην αξιωματούχων προέκυψε ότι πίσω από τις διπλωματικές του ικανότητες και την ακούραστη ενεργητικότητα του ως διαπραγματευτής κρυβόταν μια απεριόριστη αγάπη για τη μυστικότητα και τη χειραγώγηση και μια ανελέητη επιθυμία να προστατεύσει τα εθνικά και εταιρικά συμφέροντα των ΗΠΑ με οποιοδήποτε τίμημα.

Χρησιμοποίησε τη CIA για να βοηθήσει το 1973 το στρατιωτικό πραξικόπημα του Augusto Pinochet στη Χιλή ώστε να ανατρέψει την εκλεγμένη κυβέρνηση του Salvador Allende. Η περιφρόνησή του για τα ανθρώπινα δικαιώματα τον ώθησε να ζητήσει από το FBI να παρακολουθήσει τα τηλέφωνα του προσωπικού του και, να στηρίξει τον στρατιωτικό δικτάτορα της Ινδονησίας για την εισβολή στο Ανατολικό Τιμόρ το 1975, να συγχωρήσει τις ενέργειες του καθεστώτος του απαρτχάιντ της Ν. Αφρικής να εισβάλει στην Αγκόλα την ίδια χρονιά ενώ υποστήριξε την κατασταλτική στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής, καθώς ξεκίνησε τον «βρώμικο πόλεμο» της ενάντια σε διαφωνούντες και αριστεριστές το 1976. Η αμερικανική ανάμειξη σε εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών εξορθολογίστηκε ως απαραίτητη για την αποτροπή της εξάπλωσης του κομμουνισμού σύμφωνα με τη θεωρία του ντόμινο του Ψυχρού Πολέμου.

Η ανάμειξή του σε δικτατορικές και αυταρχικές κυβερνήσεις δε θα μπορούσε βέβαια να μην συμπεριλαμβάνει και την ελληνική πραγματικότητα ενώ θεωρήθηκε υπαίτιος για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Οι ΗΠΑ φαίνεται ότι γνώριζαν και ενέκριναν τα σχέδια πραξικοπήματος που ετοιμάζονταν μεταξύ υψηλόβαθμων αξιωματικών του ελληνικού στρατού. Τόσο οι στρατηγοί όσο και ένα σημαντικό μέρος του φιλοαμερικανικού δεξιού κατεστημένου στήριξαν τη χούντα των συνταγματαρχών, αφού οι στόχοι τους δεν διέφεραν πολύ. Οι δικτάτορες ώθησαν την ιδέα ότι είχαν σώσει τη χώρα από μια κομμουνιστική κατάληψη και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι εξασφάλισαν ότι η ελληνική επικράτεια δε θα κυλήσει σε ένα αριστερό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Τα δολοφονικά καθεστώτα που υποστήριξε ο Kissinger και οι συγκρούσεις που διεξήγαγαν ήταν υπεύθυνα για εκατομμύρια θανάτους και εκατομμύρια άλλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στην αμερικανική κυβέρνηση.

Θεωρούσε ότι η αμερικανική πολιτική δεν επιτρεπόταν να καθορίζεται από ηθικά ζητήματα και τη φύση του πολιτικού καθεστώτος των άλλων κρατών αλλά μόνο από την προώθηση των συμφερόντων της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Δεν μετάνιωσε ούτε άλλαξε στάση για οποιαδήποτε θηριωδία ενίσχυσε. Διατήρησε έναν χλευαστικό τόνο προς τους επικριτές του ιστορικού του για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλη του τη ζωή και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του στην ελίτ της αμερικανικής πολιτικής σκηνής.

Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με αιματηρή κληρονομιά
Η εμπειρία του Kissinger ως παιδί πιθανότατα διαμόρφωσε τη «θρυλική του ανασφάλεια, την παράνοια και την εξαιρετική ευαισθησία στην κριτική» και φύτεψε τους σπόρους της «έμφασής του στη σταθερότητα και την ισορροπία και οι φόβοι του για την επανάσταση και την αταξία», έγραψε ο Schwartz. Ότι ο πατέρας του Kissinger, ένας δάσκαλος που απολύθηκε επειδή ήταν Εβραίος, έχασε τα πάντα, συνέχισε ο Schwartz, «συνέβαλε στο Kissinger τη δική του αίσθηση ότι όχι μόνο οι πράοι δεν κληρονομούν τη γη, αλλά ότι η δύναμη είναι ο απόλυτος διαιτητής τόσο στη ζωή όσο και στις διεθνείς σχέσεις».

Οι επικριτές του έχουν υποστηρίξει ότι ο Kissinger δεν ήταν απλώς ένας εγκληματίας πολέμου, αλλά υπεύθυνος για τη δημιουργία μιας αυτοκρατορικής εξωτερικής πολιτικής που τελικά έμπλεξε τις ΗΠΑ σε κατάσταση διαρκούς πολέμου και την οδήγησε να διαπράξει και να παραβλέψει πολυάριθμες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις δεκαετίες μετά την αποχώρησή του από την εξουσία.

Κάθε μία από τις πρόσφατες πρωτοβουλίες του Kissinger για τη Μέση Ανατολή ήταν καταστροφική μακροπρόθεσμα. Ενίσχυση του Σάχη, παροχή τεράστιων ποσών βοήθειας σε παραστρατιωτικές οργανώσεις που βασάνιζαν και τρομοκρατούσαν προκειμένου να ανατρέψουν καθεστώτα, ώθηση της αμερικανικής αμυντικής βιομηχανίας με ανακυκλωμένα πετροδολάρια που υποκίνησε έναν αγώνα όπλων στη Μέση Ανατολή, ενίσχυση της υπηρεσίας πληροφοριών του Πακιστάν, πυροδότηση του ισλαμικού φονταμεταλισμού, και δεσμεύοντας την Ουάσιγκτον στην υπεράσπιση της κατοχής των αραβικών εδαφών από το Ισραήλ.

Αυτό που είναι αναμφισβήτητο, με την ευκαιρία του θανάτου του, είναι ότι εκατομμύρια άνθρωποι από την Καμπότζη, το Λάος, την Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη, τη Χιλή, την Αργεντινή, την Ουρουγουάη, το Ανατολικό Τιμόρ, την Ελλάδα και το Μπαγκλαντές και πολλές άλλες χώρες δεν μπορούν να εκφράσουν τη γνώμη τους για την κληρονομιά του Kissinger ή τον κόσμο που βοήθησε να δημιουργηθεί, επειδή πέθαναν στα χέρια τυράννων και αυταρχικών ηγετών που αυτός είχε βάλει στην εξουσία.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες σίγουρα ανέτρεψαν πολλές δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις, διεξήγαγαν μυστικές εκστρατείες βομβαρδισμών και διέπραξαν και επέτρεψαν παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πολύ πριν έρθει στην εξουσία ο Kissinger. Όπως και ο Kissinger, οι αρχιτέκτονες αυτών των καταστροφών αντιμετώπισαν λίγες, αν όχι καθόλου, σημαντικές επιπτώσεις. Μια χώρα που τόσο συχνά το ενδιαφέρον της για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι επιλεκτικό, και η λογοδοσία των ελίτ ακόμη και για τα πιο κραυγαλέα εγκλήματα και καταχρήσεις είναι τόσο σπάνια, φαίνεται να έχει αποφασίσει τη θέση της ηθικής στην πολιτική και τη δημόσια πολιτική. Ο Kissinger απλά χρησιμοποίησε την θέση του και την επιρροή του για να δημιουργήσει επίσημα μία στυγνή Realpolitik που ακολουθεί την αμερικανική εξωτερική πολιτική μέχρι και σήμερα.

Σε όλο τον κόσμο, βλέπουμε μια αναζωπύρωση της απολυταρχίας και του εθνοεθνικισμού. Στη Γάζα, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν μια ισραηλινή στρατιωτική επιχείρηση που σκότωσε αμάχους με ρυθμό που για άλλη μια φορά υπέδειξε σε μεγάλο μέρος του κόσμου την αμερικανική επιλεκτικότητα όσον αφορά τους διεθνείς νόμους και κανόνες. Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό, ο τραμπισμός αποτελεί κληρονομιά ενός αέναου κυνισμού που βασίζεται στη χειραγώγηση και εκδηλώνεται με επίδειξη ισχύος, επιθέσεις σε βασικούς αμερικανικούς θεσμούς και την σεξιστική και ρατσιστική ρητορική που δηλητηρίαζε το δημόσιο λόγο.

Γιατί όταν δεν υπάρχει υψηλότερη φιλοδοξία, αξίες και αρχές ενός πραγματικά δημοκρατικού ιδεώδους που να δίνουν νόημα στις πράξεις μας, η πολιτική και η γεωπολιτική γίνονται απλώς ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Σε αυτόν τον κόσμο, η ισχύς έχει πάντα τον τελευταίο λόγο.