Η ραπ μουσική στο εδώλιο (κυριολεκτικά) (αναδημοσίευση)

Δημήτρης Πολιτάκης

ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2001 ο 22χρονος ράπερ Μακ Κίνλεϊ Φιπς Τζούνιορ από τη Νέα Ορλεάνη, πιο γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό Mac, καταδικάστηκε σε τριάντα χρόνια φυλάκιση για ανθρωποκτονία. Έναν χρόνο πριν, μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών έξω από ένα κλαμπ στη Λουιζιάνα όπου θα εμφανιζόταν, είχε σκοτωθεί ένας 19χρονος και κατόπιν συνοπτικών ανακριτικών διαδικασιών οι κατηγορίες έπεσαν πάνω του. Η ετυμηγορία ήταν «ένοχος», παρότι ο ίδιος δεν έπαψε ποτέ να βροντοφωνάζει την αθωότητά του, αλλά, κυρίως, δεν υπήρχε ούτε δείγμα DNA ούτε και όπλο που να τον συνδέει με το έγκλημα, και επίσης αρκετοί μάρτυρες είχαν ανακαλέσει την αρχική τους κατάθεση. Και το πιο σημαντικό: Εμφανίστηκε ένα άλλο άτομο που ομολόγησε ότι αυτός είχε τραβήξει την σκανδάλη στον μοιραίο πυροβολισμό. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε, σύμφωνα με την εισαγγελική αρχή, ένα συντριπτικό στοιχείο εις βάρος του νεαρού ράπερ: Στα τραγούδια του έκανε λόγο για δολοφονίες.

Ο Mac, ο οποίος έμεινε στη φυλακή για πάνω από είκοσι χρόνια, για να αποφυλακιστεί τελικά το 2021, είναι ένα από τα πρόσωπα που καταθέτουν την εμπειρία τους σ’ αυτό το πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο ντοκιμαντέρ, όπου με οδηγό τον ράπερ Kemba από τη Νέα Υόρκη, παρακολουθούμε ένα είδος road movie που διασχίζει τις ΗΠΑ και φτάνει μέχρι τη Βρετανία, εκθέτοντας την εξαιρετικά αμφιλεγόμενη πρακτική της χρήσης στίχων καλλιτεχνών του hip-hop στο δικαστήριο ως αποδεικτικό στοιχείο ενοχής των κατηγορουμένων.

«Πριν από τους στίχους, είχαν μάρτυρες, τώρα δεν χρειάζονται», λέει με πικρία ένας hip-hop καλλιτέχνης από το Σικάγο, ενώ ο γνωστός μάνατζερ του χώρου Chace Infinite δηλώνει ότι η ραπ εξετάζεται πολύ πιο εξονυχιστικά και κυριολεκτικά από οποιοδήποτε άλλο είδος σύγχρονης μουσικής.

Τo As We Speak είναι βασισμένο στο βιβλίο των Erik Nielson και Andrea Dennis Rap on Trial: Race, Lyrics and Guilt in America («Η ραπ στο εδώλιο: Φυλή, Στίχοι και Ενοχή στην Αμερική») και στην ταινία συμμετέχουν εμπειρογνώμονες σε νομικά και συνταγματικά ζητήματα και πανεπιστημιακοί όπως ο Alan Dunbar, ο οποίος διεξήγαγε ένα διαφωτιστικό πείραμα. Έδωσε σε διάφορους ανθρώπους να διαβάσουν τους στίχους ενός φολκ τραγουδιού της δεκαετίας του ’60, που σε κάποιο σημείο λέει, «ένιωθα σκληρός και σκότωσα έναν μπάτσο». Χωρίς να κατονομάζει τίτλο και ερμηνευτή, σε άλλους είπε ότι είναι κάντρι τραγούδι, σε άλλους μέταλ και σε άλλους ραπ. Οι τελευταίοι είχαν πολύ διαφορετική αντίδραση, εκλαμβάνοντάς τους στίχους ως ομολογία σχεδόν και όχι ως αφήγηση ενός χαρακτήρα.

Σε μια άλλη σκηνή γίνεται αναπαράσταση μιας βίαιης αντιπαράθεσης από τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ, σε σύγχρονο σκηνικό, υπογραμμίζοντας πώς ακόμα κι ο Βάρδος θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι το έργο του αποτελεί προτροπή σε βίαιη ή και εγκληματική συμπεριφορά, όπως αντιστοίχως έχει γίνει με τους στίχους του Biggie και του Tupac.

Το θέμα δεν είναι αν κάποιοι ράπερ αποφάσισαν να ενσαρκώσουν τις αφηγήσεις των κομματιών τους και να προβούν σε εγκληματικές πράξεις (υπάρχουν φυσικά και τέτοιες περιπτώσεις), αλλά ο βαθμός της προκατάληψης που επικρατεί και επιτρέπει τη χρήση ενός συγκεκριμένου (και εξαιρετικά δημοφιλούς) μουσικού είδους ως εργαλείο νομικής χειραγώγησης και συστημικού ρατσισμού. Σε μια περίοδο που έχει αναχθεί σε μείζον ζήτημα το ερώτημα αν και κατά πόσο διαχωρίζεται ο δημιουργός από το έργο του, αυτό το αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ δείχνει ότι πολλοί εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας στην Αμερική, και όχι μόνο, αρνούνται να το κάνουν.

πηγή:https://www.lifo.gr/