Γενικά του άρεσε να ξενυχτάει. Πιότερο απ’ όλα γούσταρε τις βραδιές που έβαζε μουσική – εργασία και χαρά στην κυριολεξία.
Όταν τελείωνε το σετ, έπινε ακόμη μια μπίρα με τους τελευταίους που δε λέγαν να ξεκολλήσουν. Αφού πληρωνόταν, μάζευε τα πράγματά του και πήγαινε ντουγρού για βρώμικο – πότε στον Ντόναλτ, πότε στον Σοκακιάρη.
Του άρεσε πολύ να κάθεται στο ψηλό τραπέζι στο πεζοδρόμιο. Εκεί, αφού κατέβαζε το δείπνο του – ή μήπως πρωινό; – καθόταν κάμποσο για να χωνέψει. Δικαιολογίες!
Ένιωθε πολύ όμορφα, περασμένα μεσάνυχτα, νωρίς τα ξημερώματα, να χαζεύει τους ξενύχτηδες, νέα αγόρια και κορίτσια, καλοντυμένα, που μόλις είχαν γιορτάσει το Σαββατόβραδο, σαν ένα άλλου τύπου εκκλησίασμα, και που για τα μεθεόρτια γέμιζαν τα διανυκτερεύοντα ταχυφαγεία.
Τι θα κάναμε χωρίς τα ξενύχτικα φαστφουντάδικα, αναρωτήθηκε με ευγνωμοσύνη. Ένιωθε τρυφερά αισθήματα και ειλικρινή σεβασμό για τους ανθρώπους που δούλευαν αξημέρωτα. Τους θεωρούσε πλάσματα ιερά, σίγουρα από άλλον κόσμο. Δεν αποκαλούνταν, μεταξύ τους, βρυκόλακες, τυχαία.
Ιερά τέρατα, λοιπόν, δίχως τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει ζωή τη νύχτα. Και, καλώς ή κακώς, η πόλη του τη νύχτα, σε σχέση με την μέρα, ήταν κάτι ολότελα αλλιώτικο – άσχημο, όμορφο, σίγουρα αλλιώτικο.
Χώρια που είχε την ευκαιρία να φάει την “πιο τίμια μπαγκέτα” στην επικράτεια. Πού την έβρισκε; Αν είσαι Πρεβεζάνος, ξενυχτάς και τρως απ’ έξω, τότε ξέρεις. Αν όχι, δεν ξέρεις τι χάνεις στο φευγαλέο πέρασμά σου από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Αλλά ποτέ δεν είναι αργά.
(αφιερωμένο σε όσους και όσες εργάζονται νύχτα)