Έλα φίλε! Καλά; Εδώ, χαμός! Πού να στα λέω. Πανικός! Φτιάξε καφέ ή άσε καλύτερα. Παρήγγειλε να μας φέρουν. Ε! Φρέντο καπουτσίνο εμένα, διπλή δόση γλυκό μαύρη ζάχαρη.
(Μετά δέκα λεπτά φτάσαν οι καφέδες κι ο Νυχτοκρώλης, άρχισε τα δικά του)
Που λες, χτες ήρθε σπίτι για καφέ ο ξάδερφος ο Παναγής, ξες…που μένει στον υδατόπυργο, μετά τα μπόουλινγκ. Αη γειας’ αυτός που πίναμε στην Αποθήκη, που σούλεγε μόνο μαίηντεν τίποτ’ άλλο. Α μπράβο.
Μου λέει ξάδερφε τι πήγα να πάθω…πώς δε νtζακίστ’κα με το μηχανάκι. Γιατί μωρέ; του κάνω. Μου λέει στη δουλειά ήμουνα, πήγαινα παραγγελία καφέδες στο δημαρχείο. Αντί να κόψω στην αγορά, το πήγα από την παραλία. Εκεί ακόμα σκάβουνε, ήταν κάτι σκασμένες πλάκες στο μπεζόδρομο, τραντάχτηκα, δεν ήμουν συγκεντρωμένος, είχα βγει το βράδυ κι έπινα τσίπουρα, μας πήρε αργά,…που λες, τραντάζομαι, ξαφνιάστ’κα, οδηγούσα και με το ένα χέρι, μετ’άλλο κράταγα τους καφέδες, πάρτον κάτω το Μπαναγή.
Τι λες μωρε; Κι οι καφέδες. Οι καφέδες, άστα…. Και δε μου λες; έσπασες κανα χερ’ κανα πόδ’; Φίλε ευτυχώς, τίποτα, όλα κομπλέ. Αλλά να σου πω ρε φίλε, αυτοί οι ..μην πω τίποτα…έχουν που σκάβουν εκεί πριν τα Χριστούγεννα, όπως ήταν τότε, ακόμα έτς’ τα’χουν, τι φτιάνουν οι θεοί; Ό,τι να ναι λέμε…να δεις θα πάει καλοκαίρι θα ρθουν οι τουρίστες, ακόμα έτσι θα τα’χουν, κάτσε και θα δεις. Μα είναι ό,τι ναναι τ’άτομα. Κανέναν δε θαφησουν να δουλέψει, μόνο η μαρίνα με τα ιστιοπλοϊκά, που τους ταχει όλα μίνι μάρκετ, φαϊ καφές εκεί μέσα. Όχι που θα άνοιγ’ η μαρίνα και θα δούλευ ’η Πρέβεζα..’αλά, κάτσε περίμενε….
Που λες φίλε πολύ στεναχωρήθηκα με το ξαδερφάκι. Και κόντεξε να σκοτωθεί, και το αφεντικό τον έβαλε να πληρώσει τους καφέδες. Θα μ’πεις, ούτε τη βενζίνη δεν του βάζει, κι εφτά μέρες ούτε ένα ρεπό…και το μηχανάκ’ του ξάδερφου είναι..πάλι καλά δε στράβωσε τίποτα στο παπί, φαντάζεσαι να του κανε ζημιά, να ‘χουμ’άλλα;
Τέλος πάντων, αυτά είχα να σ’πω. Καλός ο καφές, θα ξανάρθω. Μιλάμε ε;
Πούσαι; Το νου σου!…
Ο Νυχτοκρώλης