Δυο ποιήματα για την Κυριακή 13

«Της εξοχής»

Τα πιο ωραία που ζήσαμε τώρα μας παιδεύουν με τις αναμνήσεις
και προσπαθούμε να τα ξεχάσουμε
οι κάμαρες γέμισαν άχρηστα έπιπλα, δαντέλες από άλλους
καιρούς, επιστολές που δε στάλθηκαν
το βράδυ η σελήνη με παίρνει απ’ το χέρι και γυρίζουμε στο παλιό
οικοτροφείο,
από κάποιο παράθυρο ακούγονται οι βαριές λέξεις ενός ζευγαριού
που είχε κάποτε αγαπηθεί με πάθος.
Όλα τελειώνουν και μόνο το φθινόπωρο παραμένει αιώνια νέο σαν
τα πιο λυπημένα ποιήματα.
Είμαι μόνος. Η εξοχή ευωδιάζει. Ακούγεται το τραίνο που έρχεται
κι ακουμπάω το κεφάλι μου στις ράγες.

Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε.

«Δολοφονία οργανωμένη»

Μια δειλή πράξη σου σε κάνει να πεθαίνεις μέσα στους
άλλους,
με μια συγγνώμη αργοπορημένη πεθαίνουν οι άλλοι μέσα σου.
Λίγη περισσότερη σιωπή μπορεί να σκοτώσει το ίδιο αλάν-
θαστα,
όπως και μια λέξη. Μια κίνηση αδιαφορίας, ένα βλέμμα
επίμονο,
το κουδούνι που δε χτύπησε, το γράμμα που ήρθε, κάνουν τη
δουλεία τους το ίδιο καλά
όπως ένα μαχαίρι ή λίγο υδροκυάνιο. Κάθε μέρα, όλες τις
νύχτες,
24 ολάκερες ώρες ο φόβος σκοτώνει, η προσδο-
κία σκοτώνει,
τ’ όνειρο σκοτώνει, η πράξη σκοτώνει..

Κι όταν πεθαίνεις
κανείς δεν ξέρει από πόσους καθημερινούς θανάτους
σε προφυλάσσει
αυτό το μικρό χωματένιο ύψωμα.

Τάσος Λειβαδίτης
(1922 – 1988)