Να σ’ αγναντεύω θάλασσα, να μη σε χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ‘ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερ’, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χιμάει μεσ’ απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντί.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι,
τ’ ακρογιάλια σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδειά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα έρημα χιονόσπιτα – κι αυτά μες στ’ όνειρό τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτινέ έρωτά μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ‘ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαριόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους…
Κώστας Βάρναλης
(1884 – 1974)