Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι (19 Ιουλίου 1893 – 14 Απριλίου 1930)

Ρώσος ποιητής και θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους κατεξοχήν εκπροσώπους του Ρωσικού Φουτουρισμού στις αρχές του 20ού αιώνα.

Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε.
(Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/248?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2022-04-14

© SanSimera.gr)

Η σημασία της επίδρασης του Μαγιακόφσκι δεν περιορίζεται στη σοβιετική ποίηση. Ενώ από χρόνια θεωρείται ο κορυφαίος Σοβιετικός ποιητής, έχει αλλάξει επίσης τις παραδοχές για την ποίηση στην ευρύτερη κουλτούρα του 20ου αιώνα. Ο πολιτικός του ακτιβισμός ως καθοδηγητή προπαγάνδας σπάνια κατανοήθηκε και συχνά επικρίθηκε από τους συγχρόνους του, ακόμα και από στενούς του φίλους όπως ο Μπορίς Παστερνάκ. Κοντά στα τέλη του 1920, ο Μαγιακόφσκι απομυθοποίησε σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης υπό τον Ιωσήφ Στάλιν: τα σατιρικά του έργα Ο κοριός (1929) και Το μπάνιο (1930), τα οποία πραγματεύονται τη σοβιετική απέχθεια για την τέχνη και τη γραφειοκρατία, αντανακλούν αυτή την εξέλιξη.

Το απόγευμα της 14ης Απριλίου, 1930, ο Μαγιακόφσκι αυτοπυροβολήθηκε. Το ημιτελές κείμενο του ποιήματος της αυτοκτονίας του σημείωνε, μεταξύ άλλων:

Το καράβι της αγάπης συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινή ρουτίνα. Εσύ κι εγώ, δεν χρωστάμε τίποτε ο ένας στον άλλον, και δεν έχει νόημα η απαρίθμηση αμοιβαίων πόνων, θλίψεων και πληγών.

«Ελευθερία έκφρασης»

Τη πρώτη νύχτα πλησιάζουνε
και κλέβουν ένα λουλούδι
από τον κήπο μας
και δε λέμε τίποτα.

Τη δεύτερη νύχτα δε κρύβονται πλέον
περπατούνε στα λουλούδια,
σκοτώνουν το σκυλί μας
και δε λέμε τίποτα.

Ώσπου μια μέρα
-την πιο διάφανη απ’ όλες-
μπαίνουν άνετα στο σπίτι μας
ληστεύουν το φεγγάρι μας
γιατί ξέρουνε το φόβο μας
που πνίγει τη φωνή στο λαιμό μας.

Κι επειδή δεν είπαμε τίποτα
πλέον δε μπορούμε να πούμε τίποτα