Φώτης Ραπακούσης – ο γνωστός συλλέκτης, διευθυντής του ιστορικού μουσείου για τον Αλή Πασά και την επανάσταση του ‘21, φίλος του ΠΑΣ και του πολιτισμού (αναδημοσίευση)

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Φως”

 

Έναν ξεχωριστό άνθρωπο από την κοινωνία των Ιωαννίνων, με φίλαθλα αισθήματα αλλά και μεγάλες πολιτιστικές δραστηριότητες και ανησυχίες, φιλοξενούμε σήμερα στο «ΦΩΣ», σε μια ξεχωριστή συνέντευξη. Πρόκειται για τον γνωστό συλλέκτη ιστορικών και όχι μόνο κειμηλίων, τον Φώτη Ραπακούση, που διευθύνει και το γνωστό μουσείο Αλή Πασά και επαναστατικής περιόδου που φιλοξενείται στο νησάκι της λίμνης Παμβώτιδας και αποτελεί πόλο έλξης χιλιάδων επισκεπτών. Εκεί είναι και ο χώρος όπου δολοφονήθηκε ο Αλή Πασάς στις 24 Ιανουαρίου 1822. Ο Φώτης Ραπακούσης μεγάλωσε στα ορφανοτροφεία, καθώς όταν γεννήθηκε έχασε από νάρκη τον πατέρα του. Η ζωή του έγινε μπεστ σέλερ με το βιβλίο «Πικρό γάλα» του Μένιου Σακελλαρόπουλου. Έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια και όταν πια μεγάλωσε και έγινε πετυχημένος επιχειρηματίας στον κλάδο της αρτοποιίας στα Γιάννινα, αποφάσισε να διαθέσει τα χρήματα για τη συλλογή ιστορικών κειμηλίων και αντικειμένων (όπλα, ξίφη, ενδυμασίες, έγγραφα, πίνακες, προσωπικά αντικείμενα ιστορικών προσώπων κλπ) και να στήσει καταπληκτικά μουσεία στα Γιάννινα. Ένας παλιός φούρναρης αποτελεί σημείο αναφοράς για την πολιτιστική ταυτότητα της Ηπείρου. Υπήρξε ποδοσφαιριστής σε ερασιτεχνικές ομάδες των Ιωαννίνων (Εθνικός Καλούτσιανης, Παμφρουριακός, Ατρόμητος), μα πιο πολύ φανατικός οπαδός του ΠΑΣ Γιάννινα και του Ολυμπιακού. Για όλα αυτά μιλάει σήμερα στο «ΦΩΣ» σε συνάντηση που είχαμε στο νησάκι της θρυλικής λίμνης των Ιωαννίνων.


Ο Φώτης Ραπακούσης σε ένα στιγμιότυπο για το «ΦΩΣ» έξω από το σπίτι που δολοφονήθηκε ο Αλή Πασάς και τώρα είναι μουσείο

Που γεννηθήκατε κύριε Φώτη;
Γεννήθηκα στις 1 Οκτωβρίου 1955 στο χωριό Αηδονοχώρι της Κόνιτσας, ένα όμορφο ορεινό χωριό, κοντά στα σύνορα με την Αλβανία.

Η ζωή σας έγινε βιβλίο και αναφερόμαστε στο «Πικρό Γάλα» του Μένιου Σακελλαρόπουλου.
Δεν περίμενα και ούτε είχα καμία φιλοδοξία να γίνει η ζωή μου βιβλίο. Μια βροχερή βραδιά, τον Οκτώβριο του 2017, σε μια συναισθηματική φόρτιση για μένα, έγραψα κάποια πράγματα στο facebook για τη ζωή μου σε ένα από τα τέσσερα ορφανοτροφεία, στα οποία μεγάλωσα, στην Παιδόπολη «Άγιος Αλέξανδρος» του Ζηρού Φιλιππιάδας. Πέρασα δύσκολα χρόνια στα ορφανοτροφεία έφαγα πολύ ξύλο, θα έλεγα βασανίστηκα. Αυτό έδωσε το ερέθισμα στον συγγραφέα να γράψει για τη ζωή μου.

Για να το πάρουμε λίγο από την αρχή. Γιατί μεγαλώσατε σε ορφανοτροφεία;
Την ημέρα που γεννήθηκα εγώ, σκοτώθηκε ο πατέρας μου από νάρκη που ήταν αφημένη από την εποχή του εμφυλίου ή του πολέμου με την Ιταλία. Γι’ αυτό πήρα το όνομα του πατέρα μου. Και αυτόν Φώτη τον έλεγαν.

Είχατε άλλα αδέλφια;
Έναν αδελφό, τον Σπύρο, που είναι δύο περίπου χρόνια μεγαλύτερος από μένα. Μέναμε με τη μητέρα μου στη γιαγιά μου, ήμασταν πολύ φτωχοί, δεν είχαμε το ψωμί της ημέρας. Μαζεύτηκαν οι προύχοντες του χωριού και είπαν ότι για να σωθούν από την πείνα τα δύο ορφανά παιδιά, να μάθουν λίγα γράμματα και καμία τέχνη, θα πρέπει να πάνε σε ορφανοτροφεία. Τότε ήταν οι Παιδοπόλεις που είχε ιδρύσει η Βασίλισσα Φρειδερίκη. Στο εξώφυλλο του βιβλίου «Πικρό Γάλα» είμαι εγώ και ο αδελφός μου στα χρόνια που ήμασταν στα ορφανοτροφεία.

Γιατί σας χώρισαν;
Ούτε εγώ το κατάλαβα αυτό. Εγώ πήγα στην Παιδόπολη του Ζηρού και ο αδελφός μου στο ορφανοτροφείο Φιλιατών Θεσπρωτίας. Ήμουνα μόνος μου, δεν είχα κανέναν. Όλα τα παιδιά έπαιρναν γράμματα από τους δικούς τους, εγώ κανένα. Δεν άκουσα να πουν μια φορά και το δικό μου όνομα «Φώτης Ραπακούσης». Για να πνίγω τον πόνο μου, μάζευα τους φακέλους από τα γράμματα που έστελναν στα άλλα παιδιά, με την ψευδαίσθηση ότι έχω και εγώ γράμματα. Κάποια στιγμή και αυτό δεν έκλεινε τις πληγές. Πήγα να πετάξω τους φακέλους, αλλά μου έκαναν εντύπωση τα γραμματόσημα που άρχισα να τα μαζεύω και έκανα ολόκληρη συλλογή. Τότε μπήκε μέσα μου το μικρόβιο του συλλέκτη, που σημάδεψε και τη μετέπειτα ζωή μου ως και σήμερα που είμαι 69 ετών και έχω εγγόνια.

Από την παρουσίαση του βιβλίου «πικρό γάλα» στα Γιάννινα. Από αριστερά οι αδελφοί Φώτης και Σπύρος Ραπακούσης, ο συγγραφέας Μένιος Σακελλαρόπουλος και δεξιά ο μουσικός Δημήτρης Υφαντής. Σε προβολή οι φωτογραφίες των δύο φίλων από το ορφανοτροφείο Νιόνιου και Φώτη που συναντήθηκαν μετά από 40 χρόνια.

Η πρώτη συλλογή ήταν τα γραμματόσημα;
Ναι, τα μάζευα και περίμενα τον ταχυδρόμο να φέρει γράμματα για τα άλλα παιδιά και να πάρω τα γραμματόσημα. Έχω και σήμερα αυτές τις συλλογές των γραμματοσήμων. Ήταν το πρώτο έναυσμα της συλλεκτικής μου δραστηριότητας. Όταν μετά από χρόνια πιάστηκα καλά οικονομικά με τον φούρνο και τα πρατήρια που είχα στα Γιάννινα, ξύπνησε μέσα μου ο μικρός Φωτάκος των ορφανοτροφείων, που μάζευε τα γραμματόσημα και έγινα συλλέκτης ιστορικών αντικειμένων, κάνοντας τα μουσεία στα Γιάννινα.

Δύσκολη η ζωή τότε στα ορφανοτροφεία; Στο βιβλίο περιγράφονται συγκλονιστικές στιγμές.
Δεν ήθελα τίποτα να θυμάμαι. Με έπιανε σφίξιμο στο στομάχι. Ναι μεν φάγαμε ψωμί που δεν είχαμε στο χωριό, μεγαλώσαμε, αλλά έπεφτε πολύ ξύλο, βασανιστήρια για μένα που ήμουν ζωηρός και ασυμβίβαστος. Νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο Άρτας γιατί είχα αίμα στα ούρα από το πολύ ξύλο. Πολλά χρόνια μετά, περνούσα με την οικογένεια για να πάμε στην Πρέβεζα, και όταν φτάναμε στη διασταύρωση για τον Ζηρό, γύριζα αλλού το κεφάλι. Το μόνο που με ενδιέφερε μετά από πολλά χρόνια, ήταν να βρω έναν παιδικό μου φίλο που ήμασταν μαζί στο ορφανοτροφείο Ζηρού, τον Διονύση από την Αμαλιάδα, τον «Νιόνιο» όπως τον λέγαμε. Μεγαλώσαμε μαζί, ήμασταν σαν αδέλφια. Μετά χωρίσαμε, γιατί εγώ πήγα στο ορφανοτροφείο Κεφαλληνίας για να γίνω ξυλουργός και ο Νιόνιος πήγε στον Βόλο για να συνεχίσει στο γυμνάσιο γιατί ήταν καλός μαθητής.

Πώς τον βρήκατε μετά από τόσα χρόνια;
Συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο «Στάνλεϊ» στην Αθήνα, μετά από πάρα πολλά χρόνια. Τον έψαχνα παντού με λάθος επίθετο. Κάποια στιγμή ο αδελφός μου που μένει στην Άρτα, βρήκε σε κάτι κουτιά μια παλιά φωτογραφία στην οποία ήμουν εγώ και ο Νιόνιος και πίσω έγραφε τα ονόματά μας. Με το σωστό όνομα τον βρήκα αρχικά στο τηλέφωνο αλλά δεν του είπα ποιος είμαι. Όταν άκουσα να μου λέει «από το ορφανοτροφείο του Ζηρού θέλω να θυμάμαι μόνο έναν φίλο μου τον Φώτη Ραπακούση», κατέρρευσα. Κλείσαμε ραντεβού στην Αθήνα και συναντηθήκαμε, άνδρες πια, με παιδιά και εγγόνια. Μου θύμισε ότι γίναμε «σταυραδέλφια», καθώς κόψαμε τις παλάμες και σμίξαμε το αίμα μας.


Στο μέσον το χρυσοποίκιλτο καριοφίλι του Αλή Πασά, στην αίθουσα που δολοφονήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1822, σε ένα από τα κελιά της Μονής του Αγίου Παντελεήμονα

Δεν το κρύβω κύριε Φώτη μου, όταν διάβασα το βιβλίο του Μένιου Σακελλαρόπουλου, πολλές φορές βούρκωσα. Σας ήξερα ως φίλαθλο του ΠΑΣ, από τα τσιμέντα του γηπέδου, ως έναν πολύ πετυχημένο επιχειρηματία αρτοποιό στα Γιάννινα, αλλά δεν ήξερα για τα δύσκολα παιδικά χρόνια σας.
Εκείνη τη νύχτα του Οκτωβρίου, που σου είπα πριν, ανάρτησα στο facebook την ιστορία με τον Νιόνιο, όπως και τα δικά μου βάσανα. Σε χρόνο ρεκόρ είχα 4000 σχόλια, χιλιάδες λάικ. Νόμιζα ότι χάλασε ο υπολογιστής και ζήτησα την βοήθεια του γιού μου που ξέρει από αυτά. Μου είπε ότι είναι η μεγάλη αποδοχή του κόσμου που θέλει συναίσθημα και αλήθειες. Διάβασε ο Μένιος Σακελλαρόπουλος την ανάρτηση, εντυπωσιάστηκε, μου τηλεφώνησε, συναντηθήκαμε πολλές φορές στα Γιάννινα και στο χωριό και έτσι βγήκε το βιβλίο. Δύο χρόνια πριν, είχε επισκεφθεί το μουσείο που έχω στο νησάκι και έγραψε κολακευτικά λόγια. «Μπαμπά είναι στο μουσείο ο Σακελλαρόπουλος που γράφει για τον Παναθηναϊκό» μου είπε ο γιός μου στο τηλέφωνο. «Μίλα του εσύ που είσαι Παναθηναϊκός, εγώ είμαι Ολυμπιακός…» του απάντησα. Τα έφερε έτσι η ζωή, ο Μένιος να γράψει για τη ζωή μου.

Το βιβλίο είχε μεγάλη αποδοχή. Άλλαξε κάτι στη ζωή σας;
Έρχεται κόσμος στο μουσείο για να με γνωρίσει εντυπωσιασμένος από τις ιστορίες που διάβασε. Ορισμένοι πήγαν και στο χωριό, το Αηδονοχώρι, για να δουν το σπίτι που έμενα μικρός. Η έκδοση του βιβλίου είχε μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα η παρουσίαση στα Γιάννινα έγινε στη μεγάλη αίθουσα του Πνευματικού Κέντρου. Δεν χώρεσε όλος ο κόσμος, πάνω από πεντακόσια άτομα ήταν απέξω. Ο Σακελλαρόπουλος μου είπε ότι τέτοιο πράγμα σε παρουσίαση βιβλίου δεν έχει ξαναδεί. Να πω ότι εγώ δεν έχω κανένα απολύτως οικονομικό όφελος ούτε και κανένα συγγραφικό δικαίωμα. Από τον εκδοτικό οίκο μου ζήτησαν την άδεια για να το εκδώσουν και στην αγγλική γλώσσα και την έδωσα.

Εύστοχος ο τίτλος του βιβλίου «πικρό γάλα». Ποιος τον έβγαλε;
Εγώ είχα προτείνει στον Ψυχογιό που είχε την έκδοση να βάλει τίτλο «Τα παιδιά της δούλας». Η μάνα μου, για να μην πεθάνουμε στο χωριό από την πείνα, πήγε εμένα και τον αδελφό μου στα ορφανοτροφεία. Το έκανε με πόνο ψυχής. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Μετά, πήγε δούλα σε μια αστική οικογένεια των Ιωαννίνων. Όχι υπηρέτρια, γιατί και οι υπηρέτριες έχουν δικαιώματα, αλλά δούλα. Μου είπε ο Ψυχογιός ότι καλύτερο είναι να το πούμε «Πικρό γάλα» και εγώ δεν είχα κανέναν λόγο να διαφωνήσω.


Αναπαράσταση από τον πνιγμό της κυρά Φροσύνης στη λίμνη Ιωαννίνων από τον Αλή Πασά στις 11 Ιανουαρίου 1801


Πώς ήταν η ζωή μετά τα ορφανοτροφεία;
Ξεκίνησα από το ορφανοτροφείο του Ζηρού, συνέχισα στα ορφανοτροφεία Κεφαλληνίας, Βόλου και κατέληξα στη Σχολή «Γεωργίου Σταύρου» στα Γιάννινα. Σε ηλικία 17 ετών έφυγα από τα ιδρύματα για να πάρω τη ζωή στα χέρια μου. Ήμουν φτωχός, κοιμήθηκα και έξω, έπιασα δουλειά σε ένα ξυλουργείο και κοιμόμουν κρυφά από το αφεντικό στα ροκανίδια, γιατί δεν είχα χρήματα να νοικιάσω σπίτι. Έπαιρνα 5 δραχμές μεροκάματο. Έδινα 1,5 δραχμή για να αγοράσω το «ΦΩΣ» γιατί ήμουν από μικρός Ολυμπιακός, μία δραχμή ψωμί και τα υπόλοιπα μορταδέλα ή καμία κονσέρβα για να τρώω. Ένας γείτονας με κατέδωσε στο αφεντικό ότι κοιμάμαι το βράδυ κρυφά στα ροκανίδια, γιατί είχα κλειδί από το ξυλουργείο, με έπιασε το αφεντικό, με έριξε πολύ ξύλο που το θυμάμαι ακόμα. Ήταν πολύ σκληρός ο κόσμος τότε.

Και μετά από ξυλουργός γίνατε αρτοποιός;
Σε μικρή ηλικία παντρεύτηκα με την Ντίνα, στην οποία οφείλω πολλά και είναι μέχρι σήμερα το στήριγμά μου. Άνοιξα με έναν ξάδελφό μου φούρνο στα Γιάννινα, αυτός αποχώρησε και συνέχισα εγώ. Πήγαμε πολύ καλά. Είχα τέσσερα πρατήρια στα Γιάννινα και έφτασα να απασχολώ 36 άτομα προσωπικό. Εγώ μπορεί να μη έμαθα πολλά γράμματα στο σχολείο, αλλά διάβαζα πολύ. Ότι έπεφτε στο χέρι μου από εφημερίδες και βιβλία τα ξεκοκκάλιζα.

Και με τα μουσεία πώς ασχοληθήκατε;
Σε όλους έκανε εντύπωση, πως ένας φούρναρης έγινε ένας τόσο σημαντικός συλλέκτης και ασχολήθηκε με την πολιτιστική παράδοση του τόπου. Από τον φούρνο έβγαλα πολλά χρήματα. Όμως, δεν μου άρεσαν οι νεόπλουτοι που έπαιρναν ακριβά αυτοκίνητα, έκαναν πολυκατοικίες και πήγαιναν για επίδειξη στα μπουζούκια και στα μπαρ, οι λεγόμενοι «Ελληναράδες». Δεν ήθελα και εγώ να γίνω ένας απ’ αυτούς. Είχα μέσα μου ηθικές αντιστάσεις και αξίες. Εγώ που δεν είχα να φάω και μεγάλωσα στα ορφανοτροφεία, βρέθηκα να είμαι επιχειρηματίας. Και είπα ότι θα διαθέσω τα χρήματα για να φτιάξω κάτι για την πόλη μου, για τον τόπο μου. Αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου, με αφορμή ένα βιβλίο που διάβαζα για την επίσκεψη του Λόρδου Βύρωνα στα Γιάννινα, να κάνουμε αγώνα για τον επαναπατρισμό κειμηλίων της Ηπείρου που ήταν στο εξωτερικό. Το 80% των εκθεμάτων του μουσείου μου είναι επαναπατρισμένα από ξένες χώρες. Ταξίδεψα σε όλη την Ευρώπη, έλαβα μέρος σε διεθνείς δημοπρασίες για να μαζέψω αντικείμενα που έχουν σχέση με την Ιστορία της Ηπείρου και των Ιωαννίνων. Έκανα 60 εκθέσεις σε όλη την Ελλάδα, γιατί πεποίθησή μου είναι ότι ο κόσμος είναι πιο όμορφος όταν τον μοιραζόμαστε.

Το πρώτο μουσείο ήταν στα Γιάννινα;
Το πρώτο μουσείο είχε τίτλο «τα όπλα του αγώνα, συλλογή Φώτη Ραπακούση» και ήταν εντός του Κάστρου των Ιωαννίνων. Λειτούργησε επί δημαρχίας του Αναστασίου Παπασταύρου. Το 2012, ο τότε δήμαρχος Φίλιππας Φίλιος, μου ανέθεσε να εμπλουτίσω και να ασχοληθώ εκτενέστερα με το μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στη Νήσο Ιωαννίνων. Εκεί δολοφονήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα στις 5 Φεβρουαρίου 1822. Ένα μεγάλο μέρος από τις συλλογές μου είναι σε αυτό το μουσείο.

Ποια είναι τα σημαντικότερα εκθέματα; Ομολογώ ότι έμεινα προσωπικά έκπληκτος.
Υπάρχουν μοναδικά ιστορικά κειμήλια, όπως το περίφημο χρυσοποίκιλτο καριοφίλι του Αλή Πασά (1804), το ασημένιο ξιφίδιο του Εθνικού Ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη (1813), η αυθεντική μεταξωτή φορεσιά της Κυρα-Βασιλικής, συζύγου του Αλή Πασά, το περίφημο μακρύ τσιμπούκι του Αλή Πασά, οι κουρτίνες με κεντημένη τη μονογραφή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Είναι επτά αίθουσες με διαφορετικές ενότητες εκθεμάτων όπως αίθουσα Αλή Πασά, αίθουσα κυρά Φροσύνης, κοσμημάτων, επαναστατικής περιόδου, παραδοσιακές ηπειρώτικες στολές. Πληρώνουμε ενοίκια στη Μητρόπολη. Με την ευκαιρία θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι με βοήθησαν, ενώ χρωστώ μεγάλη χάρη και στους δημοσιογράφους των Ιωαννίνων που ήταν πάντα δίπλα μου.


Ο Φώτης Ραπακούσης στην προθήκη με την αυθεντική στολή της κυρα Βασιλικής, συζύγου του Αλή Πασά

Σας θυμάμαι πολλά χρόνια ως φανατικό φίλαθλο του ΠΑΣ. Από πότε παρακολουθείτε ποδόσφαιρο;
Στα ορφανοτροφεία, πιτσιρικάδες παίζαμε μπάλα. Αυτό μας το επέτρεπαν. Και κάθε Κυριακή από τα μεγάφωνα μας έβαζαν ραδιόφωνο και ακούγαμε την αναμετάδοση των αγώνων. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου οι περιγραφές των αγώνων για τον Σιδέρη, τον Γιούτσο, τον Μποτίνο. Η παιδική φαντασία μου έπλαθε μύθους και ταξίδευε σε γήπεδα που δεν γνώρισε ποτέ. Εγώ ήμουν φανατικός οπαδός του Ολυμπιακού. Έτσι μου είχε κολλήσει από μικρός. Και μετά που έφυγα από τα ορφανοτροφεία, διάβαζα καθημερινά το «ΦΩΣ». Προτιμούσα να μείνω νηστικός, να μην αγοράσω κάτι να φάω και να διαθέσω μιάμιση ή δύο δραχμές για την εφημερίδα.

Από τις Παιδοπόλεις έχουν περάσει και γνωστοί ποδοσφαιριστές.
Είχα ακούσει ότι από την «Αγία Ελένη» των Ιωαννίνων και μετά από τον Ζηρό Φιλιππιάδας είχε περάσει και ο Γιάννης Γκαϊτατζής του Ολυμπιακού. Ήταν μεγαλύτερος από μένα, δεν τον πρόλαβα, άκουσα μόνο την ιστορία. Επίσης πέρασε από μικρός ο διεθνής Στάθης Χάιτας του Πανιωνίου.

Από πότε έχετε τις πρώτες παραστάσεις από τον ΠΑΣ;
Από το 1972 που έφυγα από τα ορφανοτροφεία και ήρθαν οι πρώτοι παίκτες από την Αργεντινή στα Γιάννινα. Τους βλέπαμε με μεγάλα μαλλιά, μας φαίνονταν εξωγήινοι. Θυμάμαι στις προπονήσεις τους πρώτους που ήρθαν Γκλασμάνη, Παστερνάκη, Κοντογιωργάκη. Από τότε κόλλησα με τον ΠΑΣ. Επειδή έπαιζα ποδόσφαιρο στον Ατρόμητο, με προπονητή τον Στάθη Τσανακτσή, ήθελε να με δοκιμάσει στον ΠΑΣ ο Φαρία, γιατί έβλεπε στις προπονήσεις ότι ήμουν ταχύς. Αλλά τότε δεν είχα πολλές δυνάμεις γιατί υποσιτιζόμουν και δεν πήγα να δοκιμαστώ.


Μια άλλη άποψη από τις συλλογές του Φώτη Ραπακούση στο μουσείο του νησιού

Εξώφυλλο από το βιβλίο του Μένιου Σακελλαρόπουλου με τους αδελφούς Σπύρο και Φώτη Ραπακούση σε μικρή ηλικία

Σε ποιες ομάδες αγωνιστήκατε;
Στον Εθνικό Ιωαννίνων με πρόεδρο τον Γιάννη Γκιόκα, στον Παμφρουριακό και μετά για ένα διάστημα στον Ατρόμητο Ιωαννίνων.

Όλα αυτά τα χρόνια που παρακολουθείτε τον ΠΑΣ, τι θυμάστε περισσότερο;
Η πρώτη αντιχουντική κατά κάποιον τρόπο διαδήλωση έγινε στα Γιάννινα για τον ΠΑΣ, τον Φεβρουάριο του 1973, όταν μας αδίκησε φοβερά ο διαιτητής σε έναν αγώνα στο Αίγιο με τον Παναιγιάλειο. Ήταν παραμονές της 21ης Φεβρουαρίου 1973. Η πόλη γιόρταζε την απελευθέρωσή της και ήταν να μιλήσει από το κτίριο που είναι σήμερα η Περιφέρεια Ηπείρου ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Μαζευτήκαμε πολλοί φίλαθλοι και φωνάζαμε ρυθμικά «κάτω τα χέρια από τον ΠΑΣ». Πάλι καλά που δεν μας συνέλαβαν οι χωροφύλακες.

Κάποιο άλλο περιστατικό;
θα σου πω κάτι που φαίνεται απίστευτο αλλά είναι αληθινό. Παραμονές του αγώνα ΠΑΣ Γιάννινα – Απόλλων Αθηνών 3-1, την αγωνιστική σεζόν 1972-73, όπου ήταν 15000 κόσμος στο γήπεδο, εγώ και κάποια άλλα παιδιά κοιμηθήκαμε το βράδυ παραμονές του αγώνα κάτω από τις εξέδρες του γηπέδου, τρυπωμένοι σε κάτι τσουβάλια για να είμαστε σίγουροι ότι θα δούμε το παιχνίδι.

Τώρα τι βλέπετε για ΠΑΣ και Ολυμπιακό;
Ο ΠΑΣ είναι σε δύσκολη θέση. Μακάρι να σωθεί. Αν όχι, να κάνει προγραμματισμό σωστό για να επιστρέψει πάλι του χρόνου στη Σούπερ Λιγκ. Ο Ολυμπιακός άλλοτε μας εκπλήσσει ευχάριστα και άλλοτε δυσάρεστα. Μπορεί να πάρει το πρωτάθλημα, έχει ακόμα παιχνίδια να καλύψει τη διαφορά. Αυτό το 6-1 με τη Μακάμπι στην κυριολεξία μας τρέλανε.

Βαγγέλης Γυφτόπουλος


«Ότι χρήματα έβγαλα τα ξόδεψα για τα μουσεία» λέει ο Φώτης Ραπακούσης στον Βαγγέλη Γυφτόπουλο στη νησάκι της λίμνης Παμβώτιδας