Ο Νότης – Μια προσωπογραφία

Τον Νότη τον ξέρω από το σχολείο. Κάναμε παρέα στις διακοπές, όταν ερχόταν με τους δικούς του να επισκεφθούν τους παππούδες. Μαζί για καφέ, για μπίρες στο Παρασκηνιο και στο Ντεφάζ και πατάτες με λιωμένο τυρί και τυροκαφτερή στον Έλβις. Από μικρός είχε μέσα του το Θεό και το διάβολο μαζί. Ήταν του κατηχητικού και έψελνε και ταυτόχρονα το μάτι του έπαιζε, είχε κι από μικρός το βλέμμα το πουτανιάρικο, όπως του είχε πει μια Κυπραία ένα βράδυ ανάμεσα σε σφηνάκια. Θυμάμαι κάποτε του είχα φτιάξει ένα φραπέ σκέτο νερόπλυμα – με το κλασικό πλαστικό σέικερ. Μου πέταξε με το γλοιώδες του χαμόγελο ” Κωστάκη, όποιος δεν κάνει καλό καφέ, δεν κάνει ούτε καλό κρεβάτι”. Τέτοια χαριτωμένα έλεγε και ήθελα να τον πνίξω. Αλλά συχνά ήταν ευχάριστη παρέα. Αλλά είπαμε, το μάτι του έπαιζε ασταμάτητα.

Κάποτε τα είχε ταυτόχρονα με δύο, μία στην Αθήνα και μία στην Κομοτηνή. Τον φάγανε τα ΚΤΕΛ τον καψερό, τότε δεν είχε ακόμα το Τζιπ. Όταν μου το ξεφούρνισε, χαζογέλαγε αποβλακωμένος από τα γούστα που έβγαζε. Όταν του έλεγα, ρε φίλε παιδί της εκκλησίας εσύ με παράλληλες σχέσεις πώς γίνεται: μου έλεγε, ναι ρε φίλε αλλά αφού έχω την ευκαιρία, γιατί να μην το φχαριστηθώ; να μου μείνει απωθημένο; Εκεί δεν είχα απάντηση, όχι τίποτε άλλο, απλά δίσταζα να κάψω γέφυρες. Επιπλέον, ενώ ήταν μέλος του χριστεπώνυμου πλήθους, ερμήνευε το “αγαπάτε αλλήλους” με περίεργο τρόπο, ενώ φαινόταν να αγνοεί το “ο έχων δύο χιτώνας, δίδη τον ένα”. Χαρακτηριστικά θυμάμαι να μου λέει, ρε Κωστή, δεν είπαμε να πειράξουμε κανένα, αλλά σιγά μη χάσουμε και τον ύπνο μας για τους άλλους, να βρουν την άκρη μόνοι τους. Φυσικά, και ασχολείται με τα εκκλησιαστικά, είναι, μάλιστα, επίτροπος στον Ιερό Ναό του Αι Σώστη. Φροντίζει για τη συντήρηση του κτιρίου, για τα ψαλτικά, ενώ κάνει και το σοφέρ στο Δεσπότη. Στις γιορτές, στους Χαιρετισμούς κλπ στέκει στην πρωτοκαθεδρία μαζί με τους επίσημους, με το κουστούμι του σένιος και στην πένα. Τι ήθελε να πετύχει, έσπαγα το κεφάλι μου για χρόνια, ώσπου μπήκα στο νόημα όταν έμαθα ότι διορίστηκε στο δημόσιο. Τελευταία, είχε μπλέξει με το κίνημα κατά των ανεμογεννητριών και μάλιστα με έντονη θέρμη. Κάποια στιγμή έκανε πίσω δίχως φανερή εξήγηση. Μας φάνηκε παράξενο, λέγαμε, μπα ο Νότης σάμπως να παραησύχασε, κάτι θα ετοιμάζει ο σατανάς. Τελικά, μάθαμε ότι πούλησε τα κτήματά του στην εταιρία που θα έχτιζε και θα εκμεταλλευόταν τις ανεμογεννήτριες κάνοντας όπως λέμε “γερή μπάζα”.

Αν θες, να κάνεις το κέφι σου ή το χάζι σου, ο Νότης είναι ο άνθρωπός σου. Μόνο μην εκπλαγείς αν βρεθείς να κερνάς αβέρτα. Γιατί, όπως λένε και οι Γιαννιώτες, όπου μπέχο τρέχω! Στα μπαρ όταν έβγαινε, παράγγελνε μια μπίρα κι ύστερα σε κοιτούσε στα μάτια επίμονα, πολύ επίμονα με σκοπό να σε υπνωτίσει και από μόνος σου να του πεις: “Νότη, πάρε μια μπίρα, κερνάω”. Επίσης, δεν άφηνε δωρεάν εκδήλωση που να μην πάει: συναυλίες, σινεμά, θέατρο, γενικά κάθε παράσταση. Τις εκδηλώσεις, βέβαια, που είχαν εισιτήριο, έστω και συμβολικό, τις σνόμπαρε σαν η αλεπού αυτά που δεν φτάνει. Εμ, πώς νομίζεις γίνονται οι περιουσίες; με τα χουβαρδιλίκια;

Από μουσική τι άκουγε; Όταν ήμασταν πιτσιρίκια γούσταρε κλασικό ροκ κι ελληνική ανεξάρτητη σκηνή. Πώς κολλάνε το κατηχητικό με τους Panx Romana θα μου πεις και θα έχεις και δίκιο. Ε, κόλλαγαν έτσι απλά. Όπως έτσι απλά στη σχολή άρχισε να γουστάρει τον συνονόματο τον Σφακιανάκη. Ναι! Να τον δεις να χορεύει ζεϊμπεκιά Ο Αετός Πεθαίνει στον Αέρα, να γυροβολάει σαν αφιονισμένος, πού να χτυπάς το κεφάλι σου. Τώρα το έχει γυρίζει σε πιο ιντελεκτουέλ και γουστάρει γαλλική τζαζ, γι’ αυτό και κυκλοφορεί με σκούρο μπερέ στραβά φορεμένο, για την ομορφιά. Γουστάρει να ακούει Μαντλέν Πεϊρού και να καπνίζει μονάχος – να καπνίζει είπαμε, όχι να ατμίζει, αυτά είναι για φλώρους, χώρια που δεν τα εμπιστεύεται τούτα τα μαραφέτια “του σατανά” όπως τα λέει. Πάντως, μπορεί στα φράγκα να είναι τσίπης – “σκαρμόγυφτο” τον φώναζα – αλλά στο φαγητό ήταν και, φαντάζομαι, είναι ακόμη κιμπάρης: αν τον πετύχεις στο τραπέζι, δεν πρόκειται να σε αφήσει να φύγεις αν δεν φας καλά. Και είχε πάντα ο μπαγάσας τις καλύτερες άκρες για τα καλύτερα κρέατα. Πάντα με χωριάτικες, τζατζίκια και παγωμένη μπίρα.

Ναι, ο Νότης είναι μερακλής. Όμως, εκεί που τον πόναγε, από εκεί την έπαθε. Καμάρωνε για χρόνια ότι ποτέ δεν τον παράτησε γκόμενα και ότι πάντα αυτός την έστριβε και μην τον είδατε. Εκτός από μια φορά, την μοναδική που καψουρεύτηκε. Γιατί, όπως λέει και το άσμα: “Είσαι το αδύνατο σημείο μου/κι αυτό είναι μείον μου”. Τη λέγαν Κατερίνα. Είχε κατάμαυρα μακριά μαλλιά, καστανά μάτια, φορούσε μόνο μαύρα, είχε έντονο ταμπεραμέντο, σιγουριά στα λόγια και τις πράξεις της και μια παγωμένη καρδιά. Από την πρώτη στιγμή την πάτησε μαζί της ακριβώς για την αντίστιξη παγερής καρδιάς και φλογερού ταμπεραμέντου. Και από τη στιγμή που τον άφησε να τη γευτεί στο κρεβάτι, η μοίρα του είχε κριθεί. Η Κατερίνα έκατσε μαζί του έξι μήνες. Έξι μήνες γλεντιών και ανυπολόγιστης καύλας για τον Νότη. Ήταν σίγουρος ότι του έκατσε το δέκα το καλό. Βασικά πετούσε στα σύννεφα, στον έβδομο ουρανό. Ως που μια μέρα, τον γείωσε άγρια. “Παιδάκι, καλά περάσαμε, ωραία ήταν, σάλτα ξεκουμπίσου τώρα, να βρω και κάνα άντρα της προκοπής, στα κυβικά μου. Καλός είσαι αλλά λίγος”. Τον συνέτριψε. Πραγματικά, έχασε, θα ‘λεγες τη μισή του ζωή, με αυτό το χτύπημα. Τόσα χρόνια ποτέ δεν είχε πονέσει από κάποιον χωρισμό, γιατί, απλούστατα, τον προκαλούσε ο ίδιος. Τούτη η εμπειρία, δηλαδή να τον πετάξει η γυναίκα έξω, ήταν παραπάνω από πρωτόγνωρη, ήταν αδιανόητη. Είχαμε κόψει τα πάρε δώσε μεταξύ μας τότε, και τα έμαθα από κοινό μας παλιό φίλο. Αλλά τις φορές που τον έβλεπα, ήταν τόσο χάλια που, μα την αλήθεια μου, κόντεψα να τον λυπηθώ. Ίσως και να τον λυπήθηκα λιγάκι. Γιατί, όσο κυνικός και παχύδερμο και αν είσαι, η ερωτική απογοήτευση πονάει. Πολύ.

Προφανώς, ο Νότης είναι ένα παλιοτόμαρο: τον νοιάζει μονάχα αυτός να περνά καλά, και άμα μείνει κάτι και για σένα, έχει καλώς, αλλιώς δεν… Αλλά τι να τον κάνω; Τον ξέρω μια ζωή ολάκερη, και είναι φανερό ότι δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Ας είναι καλά και ‘μεις αλάργα.

Κ.Μ.