Να πειράζεις το κείμενο του Αριστοφάνη ή να μην το πειράζεις; Ιδού η απορία!

Πριν λίγες μέρες ανέβηκαν στην Επίδαυρο οι Σφήκες του Αριστοφάνη σε μετάφραση Στέλιου Χρονόπουλου και σε ελεύθερη διασκευή και σκηνοθεσία Λένας Κιτσοπούλου. Να τονιστεί ότι ήταν σε ελεύθερη διασκευή, κάτι που αναγράφεται στην σελίδα του Εθνικού Θεάτρου, υπό την αιγίδα του οποίου πραγματοποιείται η όλη παραγωγή. Επομένως, κάθε ενδιαφερόμενος και ενδιαφερόμενη μπορούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων πως δεν πρόκειται για πιστή παρουσίαση του – μεταφρασμένου στα νέα ελληνικά, φυσικά – κειμένου. Γι’ αυτό και μόνο δεν δικαιούται κανείς και καμία να διαμαρτύρεται πως “για άλλο πράγμα πλήρωσε, και άλλο πράγμα είδε”.

Εξάλλου, το επιχείρημα “γιατί να αλλάξεις το κείμενο του Αριστοφάνη” είμαι σίγουρος ότι διατυπώνεται κυρίως – για να μην γράψω αποκλειστικά – από ανθρώπους που δεν έχουν διαβάσει ποτέ κάποια από τις μεταφράσεις των κωμωδιών του μεγάλου ποιητή. Και είναι κρίμα που δεν τις διαβάζει κανείς και καμία, γιατί και γούστο έχουν και εύκολα προσβάσιμες είναι, καθώς υπάρχουν αξιοπρεπείς εκδόσεις σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές. Επίσης, είναι κρίμα, γιατί διαβάζοντάς τις πιστές μεταφράσεις, θα δει ο καθένας και η καθεμιά πως δεν υπάρχει κανένας λόγος για να παρουσιαστούν τέτοια κείμενα ζωντανά, σήμερα. Εξηγούμαι: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι γεμάτες πληροφορίες και αναφορές σε ανθρώπους που ζούσαν τον καιρό εκείνο στην αρχαία Αθήνα και τους οποίους ο ποιητής κυριολεκτικά εξευτέλιζε. Μάλιστα τους “στόλιζε” με τέτοιους χαρακτηρισμούς που αν ζούσε σήμερα και έγραφε έτσι για σημερινά δημόσια πρόσωπα, η πολιτική ορθότητα θα τον ισοπέδωνε κυριολεκτικά. Οι Αθηναίοι τότε γελούσαν, γιατί, λίγο πολύ, όλοι γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις, άρα εύκολα “πιάναν το αστείο”. Αντίθετα ο σύγχρονος θεατής, όχι μόνο δεν θα γελούσε, αλλά θα έπληττε από την υπερβολική παράθεση αναφορών.

Ο Αριστοφάνης είναι σημαντικός και οι κωμωδίες του είναι κλασικές γιατί τα θέματά τους είναι πάντα επίκαιρα. Και είναι πάντα επίκαιρα γιατί έχουν να κάνουν με χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης που δεν έχουν εξαφανιστεί. Για να μπορέσουν, όμως, να παρουσιαστούν σήμερα, είναι ανάγκη να καταπιαστούν με το σήμερα. Δεν έχω δει ακόμη την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου, μπορεί καλλιτεχνικά μιλώντας να μην είναι αξιόλογη. Πάντως, το δελτίο τύπου είναι σαφές και ξεκάθαρο, και ξέρω περίπου τι να περιμένω, αν καταφέρω και βρω εισιτήριο για την παράσταση που θα δοθεί στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης. 

Ακολουθεί το Δελτίο Τύπου για τους Σφήκες του Αριστοφάνη σε ελεύθερη διασκευή και σκηνοθεσία της Λένας Κιτσοπούλου:

Οι Σφήκες του Αριστοφάνη είναι μια κωμωδία που σπάνια ανεβαίνει στην ελληνική σκηνή. Το έργο επιστρέφει στο δραματολόγιο του Εθνικού εξήντα χρόνια μετά την παράσταση του Αλέξη Σολομού, σε μια σύγχρονη μεταγραφή από τη Λένα Κιτσοπούλου που υπογράφει την ελεύθερη διασκευή του και τη σκηνοθεσία. Στην πρώτη κάθοδό της στην Επίδαυρο, η αιρετική δημιουργός, πλαισιωμένη από μία σπουδαία ομάδα συνεργατών και ηθοποιών, αναμετριέται με ένα έργο που αναστοχάζεται πάνω στις παθογένειες της δημοκρατίας μας και τις ρωγμές της δικαιοσύνης.

Στους Σφήκες, ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί το όχημα της κωμωδίας για να σατιρίσει, με τον αξεπέραστα αιχμηρό του τρόπο, ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό: τη διάβρωση του δικαστικού συστήματος, του ακρογωνιαίου λίθου της λαϊκής κυριαρχίας στην αρχαία Αθήνα. Από τη μία ένας χαιρέκακος, δικομανής ηλικιωμένος δικαστής που ζει για να καταδικάζει «ενόχους» κι από την άλλη ο απεγνωσμένος γιος του, ένα σαθρό δικαστικό σύστημα που μοιράζει επιδόματα και μια ολόκληρη κοινωνία από Σφήκες: άτομα σκληρά με οξύ κεντρί, ακόρεστη όρεξη για κριτική και μηδενική διάθεση για αυτοκριτική. Μια κοινωνία εγκλωβισμένη μέσα στο αποπνικτικό κουκούλι της διχόνοιας και της κακεντρέχειας. Μια κοινωνία που συστρέφεται, σπαρταρά, εξαπολύει κατηγορώ και καταλήγει να τρέφεται από το ίδιο της το δηλητήριο.

Στην παρούσα εκδοχή η σκηνοθεσία στρέφει το βλέμμα της στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. Με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση φωτίζει τη συστημική σαπίλα, τις κοιμισμένες άμυνες, τον ρατσισμό, τον φανατισμό, την άκαμπτη πολιτική ορθότητα της εποχής μας. «…σε καταδικάζω στην εκπομπή μου, στο κινητό μου, δημόσια, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, και προσέξτε καλά: όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου είναι φασίστας, είναι συνένοχος με τον ένοχο. Κατηγορώ, άρα είμαι κάτι. Κατηγορώ άρα υπάρχω…» σημειώνει η σκηνοθέτρια που επιχειρεί να ζωντανέψει μπροστά μας πότε τον βούρκο που μας απειλεί και πότε εκείνο το άλλο, το ιδεώδες, που μας εξυψώνει.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη Διασκευή-Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Λώλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία Μαρία Αλεξίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθός σκηνοθέτη Β’: Σαβίνα Τσάφα
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματόλογου: Τζίνα Ηλιοπούλου
Βοηθός μουσικού: Αλέξης Κωτσόπουλος
Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης


Διανομή (αλφαβητικά):

Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Μουσικοί επί σκηνής:

Σοφία Ευκλείδου, Βαγγέλης Καρίπης, Εύη Κανέλλου

Φωτογραφίες και video παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης

Η παράσταση προτείνεται σε θεατές από 15 ετών και άνω.