Δυο ποιήματα για την Κυριακή 10

Πριν τρεις μέρες, 17 Μάρτη ήταν η επέτειος της στιγμής που ο Νικόλας Άσιμος, ένας από τους Αγίους της Πλατείας Εξαρχείων, τερμάτισε τη ζωή του. Λοιδωρημένος από πολλούς και μην αντέχοντας το βάρος των όποιων αδιέξοδων, άφησε τούτο τον κόσμο και έφυγε να αναζητήσει κάτι καλύτερο για την ταλαιπωρημένη ψυχούλα του. Ήταν 1988.

Τιμητικά και, κατά τη γνώμη μου, δικαιότατα, δημοσιεύω τους στίχους δύο τραγουδιών του.

Εις μνήμην, λοιπόν.

“Μπαγάσας”
Aφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια.
Θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια,
να ξαναγίνω καβαλάρης
και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και τη χρειάζομαι τη χάρη σου μωρέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω.
Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις
σαν σε χαζεύω δε χαμπαριάζεις.
Πρότεινέ μου κάποια λύση
δε θα σου παρα κοστήσει.

Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν

Aφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους.
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πως να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.

Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω.
κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις
κι ότι σου `ρθει κατεβάζεις
μην θαρρείς πως με ταράζεις.

Γιατί σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν

“Βενσερέμος”
Αποκομμένος απ’ όλους κι απ’ όλα
σε μαγεμένη τροχιά
πήρα το δρόμο να φύγω μα ήρθα
τίποτα δε μ’ ακουμπά
στον παράξενό μου χρόνο.
Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
να σ’ αγκαλιάσω να μ’ αγκαλιάσεις
να ξεγελιέσαι να ξεγελιέμαι
να σ’ αγαπήσω να μ’ αγαπήσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι.
Σα ζευγαρώνουν δυο βεγγαλικά
μοιάζουν με μηνύματα τηλεπαθητικά
στων προσώπων μας τις ζάρες.

Με δίχως σημαίες και δίχως ιδέες
δίχως καβάντζα καμιά
ντύθηκε η μέρα τα γούστα της νύχτας
και η ψυχή μου πηδά
στου απέραντου την ψύχρα.

Θες ν’ αγγίξεις την αλήθεια
για βγες απ’ όξω απ’ τη συνήθεια
σύρε κι έλα να με λούσεις
κι ας είμαι της καθαρευούσης
να σ’ αγκαλιάσω να μ’ αγκαλιάσεις
έστω για λίγο για τοσοδούλι.
Δρεπανηφόρα άρματα περνάν
στις τσιμεντουπόλεις του θανάτου το συμβάν
ασυγκίνητο σ’ αφήνει.

Σου ξαναδίνω το είναι μου τώρα
θωρακισμένε καιρέ
με μια σκληρή παγερή τρυφεράδα
σε πλησιάζω, μωρέ
μ’ αυταπάτες πια δεν έχω.

Ξέρουμε πως είναι ψέμα
μα ας γίνουμε τα δυο μας ένα
δες θα φτιάχνουμε στιχάκια
να περπατάν σαν καβουράκια
πλάγια κι ακριβά τα χάδια
φως αχνό μες στα σκοτάδια
Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ
στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ
Venceremos, Venceremos.

Νικόλας Άσιμος (1949 – 1988)