Δε βγαίνω μάνα μου

Φίλος, δεν πάμε καθόλου καλά. Ήμουν στον Σ. για μπαγκέτα και καφεδάκι, δεν είχε δουλειά και μου είπε τον πόνο του. Είναι αυτός Ιούνιος, μου λέει, είναι δυνατόν; Πού είναι ο κόσμος; Οι Πανελλήνιες τελειώσανε, πού είναι τα πιτσιρίκια; Μήπως υπάρχουν φράγκα; Τζίφος. Αυτός ο γονιός πού να πρωτοδώσει; Δεν περισσεύει μία. Σου λέει, ναι αλλά τα παιδιά δεν δουλεύουν, και με ρωτάει, με είκοσι ευρώ μεροκάματο δώδεκα ώρες τη μέρα, γιατί να δουλέψουν, όχι, πες μου

Μου ‘πε κι άλλα πολλά, όπως τα κατακέφαλα που έφαγε σε τρεις λογαριασμούς από το ρεύμα. Έφτασε να χρωστά οχτώ χιλιάρικα. Γιατί τα ‘καψε, ρωτάς; Μήπως τον ενημέρωσαν που άλλαξε η κοστολόγηση τις κιλοβατώρας; Εδώ σε θέλω. Είπαμε, εντάξει, καπιταλισμός κι ελεύθερη αγορά, σύμφωνοι, αλλά κάπου να έχουμε κανόνες, και να μην αλλάζουν όποτε τους κάνει κέφι, δίχως να το ξέρουμε κι εμείς…δηλαδή, τι; Τα δικά σου δικά σου και τα δικά μου δικά σου; Δεν πάει έτσι, φίλος, δεν στα ‘παν καλά αν έτσι νομίζεις…

Τι να σου πω ρε φίλε, μια εταιρία έχει δικά της σχεδόν όλα τα ξενοδοχεία της χώρας, και με την παπάτζα του ολ-ινκλούσιβ τι κερδίζει η χώρα; Αφού οι τουρίστες τα ξοδεύουν όλα μέσα στο ξενοδοχείο, άντε το πολύ να πιούν έναν καφέ έξω κι ο κόσμος όλος. Θα μου πεις, δουλεύουν ντόπιοι στα ξενοδοχεία. Με τρεις κι εξήντα πού θα κινηθεί το χρήμα; Όλα σε λογαριασμούς πηγαίνουν…χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε Ευζώνοι. Και μη χειρότερα αδερφούλη…και μη χειρότερα!

Φώτης Μιγιάτογλου