Προφανώς δεν πρόλαβα τον Πελέ εν δράσει, καθώς γεννήθηκα το 1977, όταν ολοκλήρωνε τις υποχρεώσεις του για την ομάδα Νιου Γιορκ Κόσμος. Υπήρχε όμως η τηλεόραση με τα αφιερώματα στους θρύλους του παρελθόντος, οπότε, έστω και με καθυστέρηση, μετάλαβα κι εγώ του μεγαλείου και της ποδοσφαιρικής ιδιοφυΐας του. Επιπλέον, ο πατέρας μου μου διηγιόταν τα κατορθώματα του Πελέ, μαζί με τον Γκαρίντσα, τον Ντιντι, τον Βάβα και τον Ζαϊρζίνιο, στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Σουηδίας το 1958, και όχι μόνο.
Θυμάμαι, επίσης, να χαζεύω κάποιον τόμο της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας, που είχε φροντίσει να προμηθευτεί πάλι ο πατέρας μου, και να νιώθω κάτι σαν δέος που περιείχε λήμμα για τον Πελέ.
Ο δικός μου ποδοσφαιρικός ήρωας ήταν και είναι ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, και αναμφισβήτητα έχει αφήσει βαριά την σκιά του έχοντας ασκήσει τεράστια επίδραση στο άθλημα και την λαϊκή κουλτούρα γύρω από αυτό. Ωστόσο, κακά τα ψέμματα, η σκιά που άφησε ο Πελέ στο άθλημα, στην χώρα του, αλλά και σε όλο τον πλανήτη, έχει τόσο βάρος όσο δεν έχει ξαναφανεί ποτέ έκτοτε. Σκεφτείτε μόνο πως στην ακμή του ο Πελέ, αποτέλεσε λαϊκό ίνδαλμα με τον τρόπο που αποτέλεσαν λαϊκά ινδάλματα ο Έλβις Πρίσλεϊ και η Μέριλιν Μονρόε. Σε μια εποχή στην οποία δεν υπήρχε διαδίκτυο, δεν υπήρχε ίνσταγκραμ, καλά καλά δεν υπήρχε η τακτική τηλεοπτική κάλυψη ποδοσφαιρικών αναμετρήσεων. Οι ποδοσφαιρόφιλοι εκτός Νοτίου Αμερικής είχαν την ευκαιρία να εξακριβώσουν τα ποδοσφαιρικά προσόντα του Πελέ στις περιοδείες της ομάδας του της Σάντος, σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Αφρική, όπου έδινε φιλικά ματς επίδειξης ποδοσφαίρου υψηλού επιπέδου, με την φημισμένη χάρη, λεπτότητα, υψηλή τεχνική και απαράμιλλη ομορφιά – το περίφημο “ζόγκο μπονίτο” δηλαδή “όμορφο παιχνίδι”.
Φυσικά, ο Πελέ και οι παίκτες της εποχής του δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τα εξελιγμένα αμυντικά συστήματα που κάναν το ποδόσφαιρο πιο εγκεφαλικό και προσηλωμένο στην άμυνα, όπως επικράτησε από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Από την άλλη, τα καλύτερα του ποδοσφαιρικά χρόνια τα πέρασε παίζοντας σε αναμετρήσεις όπου δεν επιτρεπόταν αλλαγές κατά τη διάρκεια του ματς, ούτε υπήρχαν κίτρινη και κόκκινη κάρτα. Οι κάρτες μπήκαν στο παιχνίδι το 1970. Αυτό σημαίνει ότι οι επιθετικοί κάθε ομάδας, όπως ο Πελέ, ήταν στο έλεος σκληροτράχηλων κεντρικών αμυντικών αντιπάλων ομάδων, οι οποίοι τους σακάτευαν χωρίς να κινδυνεύουν να αποβληθούν. Το ότι ποδοσφαιριστές σαν τον Πελέ, αλλά και άλλοι, όπως ο Φέρεντς Πούσκας, ο Αλφρέδο ντι Στέφανο, ο Μπόμπι Τσάρλτον και ο Τζορτζ Μπεστ μεγαλούργησαν, έχοντας να αντιμετωπίσουν ξυλοκόπους (sic) ε, νομίζω ότι λέει πολλά!
Τον Πελέ τον έχουν κατηγορήσει οι επικριτές του βασικά για τρία πράγματα: ότι δεν αξιοποίησε την απήχησή του για να καταγγείλει την δικτατορία της Βραζιλίας κατά τις δεκαετίες 1960 – 1970. Επίσης, ότι αξιοποίησε την διαφήμιση ώστε να εξασφαλίσει πλούσιες χρηματικές αποδοχές (Puma, Mastercard κλπ). Τέλος, ότι οι δηλώσεις του κάθε φορά ήταν υπερβολικά προσεγμένες κι ανώδυνες.
Το ότι δεν υπήρξε αντιστασιακή φωνή, το παραδέχτηκε κάνοντας την αυτοκριτική του. Από την άλλη, ποτέ δεν έγινε φερέφωνο της βραζιλιάνικης δικτατορίας, ενώ στάθηκε με συμπάθεια προς κάθε αναξιοπαθούντα. Ο ίδιος προήλθε από φτωχή και ταπεινή οικογένεια, ενώ υπήρξε ταπεινός ο ίδιος σε όλη του τη ζωή. Σε κάθε επίκριση στάθηκε στωικά. Ακόμη, ως πρεσβευτής του Ο.Η.Ε. και της UNISEF, βρέθηκε πλάι σε κάθε αδύνατο προσφέροντας χαρά, αγάπη και ελπίδα. Τι να λέμε, όπως ο Έλβις ήταν και θα είναι ο Βασιλιάς του Ροκ’ν’ρολ, έτσι και ο Πελέ ήταν και θα είναι ο Βασιλιάς του Ποδοσφαίρου. Το Μαύρο Διαμάντι.
Αθάνατος!