Οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχω διαβάσει ακόμη το συγκεκριμένο βιβλίο. Ο λόγος που αναδημοσιεύω την ακόλουθη μικρή συνέντευξη του συγγραφέα από τη Σρι Λάνκα, και μια βιβλιοπαρουσίαση από το Literary Preview πέρα από το θεσμικό του πράγματος (Βραβείο Booker) είναι το ότι αληθινά μου κεντρίστηκε το ενδιαφέρον. Φυσικά, τα συμπεράσματα είναι δικά σας!
Συνέντευξη στον Chintan Girish Modi στους Hindustan Times
Η έμπνευση για τον χαρακτήρα:
«Η αρχική έμπνευση για τον χαρακτήρα του Μάαλι Αλμέιντα προήλθε από την πραγματική ιστορία ενός πολίτη της Σρι Λάνκα ονόματι Ρίτσαρντ ντε Σόισα. Ήταν δημοσιογράφος, ηθοποιός, ποιητής και ακτιβιστής. Όταν τον απήγαγαν και τον δολοφόνησαν το 1990, το περιστατικό συγκλόνισε την κλειστή κοινωνία του Κολόμπο. Πολλοί άλλοι ακτιβιστές και δημοσιογράφοι από τη Σρι Λάνκα είχαν δολοφονηθεί κατά το παρελθόν, αλλά η κατακραυγή για τη συγκεκριμένη δολοφονία ήταν γενικευμένη και άνευ προηγουμένου. Ο κόσμος άρχισε να πιστεύει πως αν ήταν δυνατό να δολοφονηθεί ο Ρίτσαρντ, τότε οι δυνάμεις του κατεστημένου θα μπορούσαν να στραφούν εναντίον του οποιουδήποτε. Αφού βρέθηκε το πτώμα του, κυκλοφορούσαν διάφορες θεωρίες για το ποιος σχεδίασε και προκάλεσε το θάνατό του, αλλά και για το αν είχε σχέσεις ή όχι με τη στρατιωτική οργάνωση Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Καθώς ανέπτυσσα τον χαρακτήρα, άλλαξαν πολλές λεπτομέρειες. Ο Ρίτσαρντ δεν ήταν ούτε πολεμικός ανταποκριτής ούτε τζογαδόρος, αλλά τα δύο αυτά χαρακτηριστικά ταιριάζουν στον Μάαλι. Το κοινό στοιχείο του Μάαλι με τον Ρίτσαρντ είναι το γεγονός ότι και οι δύο ήταν κρυπτοομοφυλόφιλοι. Είναι ευρέως γνωστό ότι ο Ρίτσαρντ ζούσε διπλή ζωή, ότι είχε κρυμμένες φωτογραφίες κάτω από το κρεβάτι του και ότι έκανε κρυφά σεξ με άντρες. Όλα αυτά μού είχαν κάνει εντύπωση και χρησιμοποίησα τις λεπτομέρειες αυτές την ώρα που επινοούσα και έγραφα τον χαρακτήρα του Μάαλι στο μυθιστόρημά μου».
Για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων και το μυθιστόρημά του:
«Δεν θεωρώ ότι γίνεται μεγάλη συζήτηση για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων στη Σρι Λάνκα, αλλά αυτό πρέπει να αλλάξει. Αξίζει να αναφέρουμε το ρόλο του “Αραγκαλάγια” στο να ενωθούν οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα παρά τις διαφορές τους. Στη Σρι Λάνκα χρησιμοποιούμε γενικά τον όρο “Αραγκαλάγια” ‒που στην κυριολεξία σημαίνει “αγώνας”‒ για τις μαζικές διαμαρτυρίες τον Μάρτιο του 2022 οι οποίες οδήγησαν στην παραίτηση του προέδρου Γκοταμπάγια Ραγιαπάκσε. Οι διαδηλωτές κατέλαβαν το σπίτι του κι ο ίδιος τελικά το έσκασε από τη χώρα. Η συμμετοχή στις διαμαρτυρίες αυτές ήταν μια μεθυστική εμπειρία, επειδή είδαμε ότι αγωνίστηκαν πλάι πλάι πολίτες της Σρι Λάνκα από διαφορετικές γενιές, φυλές, σεξουαλικές προτιμήσεις. Στους δρόμους έγινε μια παρέλαση υπερηφάνειας, που είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση από τα πάρτι υπερηφάνειας στα κλαμπ. Αν και δεν πιστεύω ότι η κοινωνία της Σρι Λάνκα είναι ιδιαίτερα ομοφοβική, είναι σαφές πως κανένα πολιτικό κόμμα δεν είναι έτοιμο να ασχοληθεί με το ζήτημα των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Ασχολούνται με κοινωνικοοικονομικά ζητήματα και πιστεύουν ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι στην πραγματικότητα μέρος της κουλτούρας μας, οπότε δεν χρειάζεται να νοιάζονται. Τούτων λεχθέντων, το να είναι κάποιος φανερά ομοφυλόφιλος είναι πολύ πιο εύκολο στο Κολόμπο από άλλα μέρη της Σρι Λάνκα. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν το βιβλίο μου θα συνεισφέρει με τρόπο έστω κατ’ ελάχιστον σημαντικό στον αγώνα των κρυπτοομοφυλόφιλων, αλλά ακούω επικρίσεις από ανθρώπους που πιστεύουν ότι έγραψα για έναν κρυπτοομοφυλόφιλο προκειμένου να ευχαριστήσω τους λογοτεχνικούς κριτικούς της Δύσης. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω απάντηση σε μια τέτοια κριτική, επειδή δεν ήταν ποτέ πρόθεσή μου να γράψω ένα κουίρ μυθιστόρημα. Με τον Μάαλι Αλμέιντα απλώς ακολούθησα τα ένστικτά μου».
Για το ρόλο της θρησκείας και πόσο τον επηρέασε:
«Είμαι βουδιστής Σινχαλά – που στο περιβάλλον της Σρι Λάνκα σημαίνει ότι ανήκω στην καταπιεστική πλειοψηφία. Μέρος της παιδικής μου ηλικίας ήταν σίγουρα να πηγαίνω στους ναούς και να συμμετέχω στις τελετουργίες. Όταν μεγάλωσα, πήγα σε αγγλικανικό σχολείο στη Νέα Ζηλανδία. Η γιαγιά μου είναι χριστιανή, το ίδιο και η σύζυγός μου. Αρκετά νωρίς στη ζωή μου σχημάτισα την εντύπωση πως ο σοφός εκείνος τύπος με τις ρόμπες που υποτίθεται πως πρέπει ν’ ακούς δεν ήταν και τόσο σοφός. Στο τηλέφωνό μου πάντως έχω μια εφαρμογή διαλογισμού. Με ενδιαφέρει η ενσυνειδητότητα. Όσον αφορά όμως τη θρησκευτική μου ταυτότητα, είμαι μόνο κατ’ όνομα βουδιστής».
Frank Lawton, Literary Review
Το μυθιστόρημα το αφηγείται ο Μάαλι στο δεύτερο πρόσωπο. «Εσύ» ξυπνάς σε ένα μέρος που είναι μια διασταύρωση υποχρηματοδοτούμενου κέντρου εύρεσης εργασίας και τμήματος επειγόντων περιστατικών μετά από μια φονική έκρηξη. Είμαστε στο 1990 και «εσύ» είσαι νεκρός. Βρίσκεσαι στο Ενδιάμεσο, ένα καθαρτήριο γεμάτο κόσμο όπου όλοι φωνάζουν και αιμορραγούν, χωρίς να ξέρουν πού βρίσκονται.
Εκεί Κάτω (στον κόσμο των ζωντανών), έχουν σφαγιάσει και πετάξει το πτώμα του Μάαλι στη λίμνη Μπέιρα, η δυσωδία της οποίας («λες και μια πανίσχυρη θεότητα κάθισε ανακούρκουδα από πάνω της, άδειασε τ’ άντερά της στα νερά της και ξέχασε να τραβήξει το καζανάκι») συμβολίζει τη σήψη της ίδιας της Σρι Λάνκα. Δεν ξέρει γιατί είναι νεκρός, ούτε ποιος τον σκότωσε. Έχει μόνο εφτά φεγγάρια να ανακαλύψει πώς πέθανε, να επικοινωνήσει με την οικογένειά του και να τους οδηγήσει στην κρυψώνα με τις φωτογραφίες, για τις οποίες πιστεύει ότι έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τη Σρι Λάνκα. Μετά από εφτά φεγγάρια, θα κλείσει για πάντα η πόρτα για Το Φως – ένα είδος παραδείσιας λήθης.
Η δυσκολία του Μάαλι είναι ότι, παρά τον δαντικό διαχωρισμό του κόσμου σε τρεις σφαίρες, δεν υπάρχει εδώ Βιργίλιος για να τον καθοδηγήσει. Αντίθετα, την εμπιστοσύνη του ζητά μετ’ επιτάσεων μια χορωδία από φωνές. Εμείς οι αναγνώστες δεν είμαστε σίγουροι ποιον να πιστέψουμε, όπως και ο Μάαλι. Ακολουθούμε τη δολοφονημένη ακαδημαϊκό που προσπαθεί να μας οδηγήσει στο Φως ή τον άντρα που φοράει σκουπιδοσακούλες οι οποίες «ανεβοκατεβαίνουν σαν φτερούγες» κάνοντας «μια χειρονομία που δεν καταλαβαίνεις» και υπόσχονται δικαιοσύνη για τους δολοφόνους σου Εκεί Κάτω; Μπορούμε έστω να εμπιστευτούμε τον ίδιο τον Μάαλι, με τις κατακερματισμένες του αναμνήσεις και τον εθισμό του στην απιστία; Ο ουράνιος αυτός καβγάς για την ψυχή του Μάαλι εκτυλίσσεται παράλληλα με έναν χαοτικό αγώνα δρόμου για τις φωτογραφίες του. Η φωνή του Μάαλι είναι σοφή, αποκαμωμένη και οξυδερκής, πότε αυτομαστιγωτική και πότε αυτάρεσκη. Καθώς προχωρά η ανάγνωση, καθίσταται σαφές ότι η αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο έχει βαθύτερη σημασία απ’ ό,τι φαινόταν στην αρχή, καθώς έχουμε μπροστά μας έναν κόσμο στον οποίο «το κάθε άτομο που βλέπεις έχει ένα πνεύμα κουλουριασμένο πίσω του», να του ψιθυρίζει. Οι ζωντανοί μπερδεύουν τους ψιθύρους με τις δικές τους σκέψεις. Καθώς «εσύ» ακούς το πνεύμα του Μάαλι να σου μιλάει, οι σκέψεις του γίνονται δικές σου, ένα φαινόμενο που φτάνει στο απόγειό του στις τελευταίες σελίδες, όπου ο Καρουνατίλακα καλύπτει το κενό που έχει απομείνει ανάμεσα σε εμάς και τον Μάαλι σε μια πράξη μετενσάρκωσης.
[…]
Η Σρι Λάνκα του Καρουνατίλακα είναι ένας τόπος όπου οι εκτελεστές και οι νομοθέτες είναι ένα και το αυτό, οι εξτρεμιστές Ταμίλ δολοφονούν τους μετριοπαθείς Ταμίλ στην προσπάθειά τους δημιουργήσουν ένα κράτος των Ταμίλ, οι κομμουνιστές «είναι πρόθυμοι να δολοφονήσουν την εργατική τάξη καθώς θα την απελευθερώνουν» και τα μέλη της ινδικής ειρηνευτικής δύναμης «είναι πρόθυμ[οι] να κάψ[ουν] χωριά για να φέρ[ουν] σε πέρας την αποστολή τ[ου]ς». Έχουμε περάσει στην άλλη, τη σκοτεινή πλευρά του καθρέφτη.
Ορισμένοι κριτικοί έχουν ερμηνεύσει τα Εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα ως μια αμιγώς δυστοπική σάτιρα. Έτσι όμως παραβλέπουν την ελπίδα που υπάρχει στον πυρήνα του βιβλίου. Γιατί ο Καρουνατίλακα σατιρίζει επίσης εκείνους που βλέπουν τον κόσμο ως ένα επίπεδο, υλικό μέρος χωρίς βαθύτερο νόημα. Και, πράγματι, ένας τρόπος να διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα είναι να παρακολουθήσει την αργή ανάδυση ενός είδους πίστης στη μαγεία του κόσμου και στη δυνατότητα λύτρωσης. Γιατί το να καταλήξει κανείς στον κόσμο της μετά θάνατον ζωής αποτελεί μάλλον σοκ για έναν εξυπνάκια άθεο όπως ο Μάαλι («και τώρα φαίνεται ότι τα πρόβατα έβαλαν το πιο έξυπνο στοίχημα»), ο οποίος κατά τη διάρκεια του μυθιστορήματος εγκαταλείπει την κρυψίνοια και τον εγωισμό που τον χαρακτηρίζουν και θυσιάζεται στο βωμό της αγάπης, προσπαθώντας με το θάνατό του να σώσει «τη φίλη που απογοήτευσες περισσότερο» στη ζωή.
Ευφυής, ευρηματική και συγκινητική, η πρόζα του Καρουνατίλακα είναι μ’ έναν θαυμάσιο τρόπο απαλλαγμένη από κλισέ και, παρά τον φαινομενικό κυνισμό του εξυπνάκια αφηγητή του, πρόκειται για ένα βαθιά ηθικό βιβλίο που αποφεύγει την απλοϊκή ηθικολογία που βλέπουμε σε μεγάλο μέρος της σύγχρονης λογοτεχνίας. Θα του άξιζε το βραβείο Booker, στη βραχεία λίστα του οποίου έχει μπει. Όπως όμως γνωρίζει ο Μάαλι Αλμέιντα, δεν αποκτάς πάντα όσα σου αξίζουν.