Σε μόλις δύο μέρες χάσαμε δυο εμβληματικούς ηθοποιούς. Ο Κώστας Καζάκος χθες 13 Σεπτέμβρη και η Ειρήνη Παπά σήμερα 14 του μηνός αποτελούν “ιερά τέρατα” για την ελληνική υποκριτική τέχνη και για τον νεοελληνικό πολιτισμό γενικότερα.
Σαφώς η διεθνής αναγνώριση την οποία απόλαυσε η Ειρήνη Παπά, δεν συναντά προηγούμενο. Από νωρίς τράβηξε την προσοχή και των Ιταλών σκηνοθετών, καθώς και εκείνων του Χόλυγουντ. Έχει συμπρωταγωνιστήσει με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ το 1956 στην ταινία “Tribute to a bad man”, ενώ απογειώθηκε η καριέρα της με την “Ηλέκτρα” του Μιχάλη Κακογιάννη, ταινία που έλαμψε στις Κάννες, και με την θρυλική πολεμική ταινία “Τα κανόνια του Ναβαρόνε” όπου συμπρωταγωνίστησε πλάι στους Γκρέγκορι Πεκ, Ντέιβιντ Νίβεν και Άντονι Κουίν. Με τον Κακογιάννη συνεργάστηκε σε άλλες δυο ταινίας – μεταφορές αρχαίων τραγωδιών: τις Τρωάδες όπου ενσάρκωσε ιδανικά την Ωραία Ελένη, δίπλα τις Κάθριν Χέπμπορν (Εκάβη) και Βανέσα Ρεντγκρέιβ (Ανδρομάχη), και στην “Ιφιγένεια” όπου υποδύθηκε την Κλυταιμνήστρα όπου συνεργάστηκε με τον Κώστα Καζάκο, ο οποίος υποδυόταν τον Αγαμέμνονα. Η εκθαμβωτική ομορφιά της, τα άψογα αγγλικά της και η βαθιά κλασική παιδεία με την οποία προικίστηκε από τους φιλολόγους γονείς της, αποδείχθηκαν ακαταμάχητα προσόντα που, μαζί με τις σπουδές της στην Δραματική Σχολή Εθνικού Θεάτρου, τις εξασφάλισαν λαμπρή καριέρα με ευρύ καλλιτεχνικό κύρος. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στην Ιταλία και την Πορτογαλία, ενώ ο Πορτογάλος σκηνοθέτης Μανοέλ ντε Ολιβέιρα έχει πει ότι είναι “η πανέμορφη και μεγαλόπρεπη φιγούρα που ενσαρκώνει την γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφρασή της και η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών”. Ακόμα, έχει τιμηθεί με το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Χρυσού Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995, με το Βραβείο Roma από την Ιταλία το 2008, το 2009 με τον Χρυσό Λέοντα Μπιενάλε του Θεάτρου της Βενετίας, ενώ ήδη το 2000 ανακηρύχθηκε “Γυναίκα της Ευρώπης”. Κλείνοντας, ειδική μνεία πρέπει να γίνει και στη συμμετοχή της στο θρυλικό “Ζ” του Κώστα Γαβρά, με πρωταγωνιστή τον Υβ Μοντάν. Αυτή η ταινία ήταν ελεύθερη μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού και απέσπασε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας για το 1969.
Ο Κώστας Καζάκος μπορεί να περιορίστηκε στα εντός των συνόρων, αλλά γεγονός παραμένει ότι η πορεία του στον Κινηματογράφο και κυρίως στο Θέατρο είναι τουλάχιστον αξιοζήλευτη. Αδυνατώντας να γραφτεί στην Φιλοσοφική Αθηνών λόγω αδυναμίας προσκόμισης πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων, σχεδόν τυχαία έρχεται σε επαφή με την Σχολή Κινηματογράφου Λυκούργου Σταυράκου όπου και γράφεται και φοιτά. Επίσης, σπούδασε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κούν, όπου και πρωταγωνίστησε σε έργα των Μπέρτολτ Μπρεχτ, Άρθουρ Μίλερ, Ιάκωβου Καμπανέλλη, και Τενεσί Γουίλιαμς, μεταξύ άλλων. Μετά το Θέατρο Τέχνης συνεργάστηκε με τους Θιάσους των: Κυρίας Κατερίνας, Αλέκου Αλεξανδράκη, Άννας Συνοδικού και Έλλης Λαμπέτη. Στο σινεμά έπαιξε σε ταινίες των: Άδωνι Κύρου (“Το μπλόκο”), Γιάννη Δαλιανίδη, Νίκου Φώσκολου, Ντίνου Δημόπουλου, Μιχάλη Κακογιάννη κλπ. Με την Τζένη Καρέζη υπήρξαν παντρεμένοι και συνεργάτες στο Θέατρο, ανεβάζοντας σπουδαίες παραστάσεις, όπως “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ”, ενώ το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη “Το μεγάλο μας τσίρκο” μέσα στην χούντα (1973) έχει αφήσει εποχή. Μετά το θάνατο της Καρέζη το 1992, δημιούργησε νέα οικογένεια, ενώ καλλιτεχνικά αφοσιώθηκε κυρίως στο θέατρο παίζοντας Μπέκετ, Μπρεχτ, Αρ. Μίλερ, Σοφοκλή και Σέξπιρ, ενώ στην τηλεόραση πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά “Βέρα στο δεξί” για περίπου τρία χρόνια. Τιμήθηκε με τον Χρυσό Απόλλωνα, βραβείο ηθοποιού από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών το 1967, με το Α’ Χρυσό Βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την αρτιότερη κινηματογραφική μεταφορά για τη Λυσιστράτη, και τέλος με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το σύνολο της προσφοράς του. Αξίζει να αναφερθεί πως πριν πεθάνει, δώρισε το σώμα του στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ για την μελέτη και άσκηση των φοιτητών. Τέλος διετέλεσε Βουλευτής Επικρατείας με το ΚΚΕ από το 2007 ως το 2012.
Και οι δυο υπήρξαν τεράστιες προσωπικότητες. Μοιράζονταν την ίδια αυστηρότητα και σοβαρότητα στην έκφραση, πίσω από την οποία βρίσκονταν μεγάλες ψυχές και αστείρευτο ταλέντο. Είναι στερεοτυπική έκφραση, αλλά όντως κλείνει μια εποχή. Μένει στους νεότερους και τις νεότερες ομότεχνούς τους να μιμηθούν τα διδάγματά τους.