Ήξερε πως δεν του έμενε πολλής καιρός. Έπρεπε να κινηθεί άμεσα και σβέλτα. Τα περιθώρια είχαν στενέψει επικίνδυνα· φοβόταν ότι θα έχανε το τρένο και θα έμενε μόνος κι έρημος σαν τον άτυχο ταξιδιώτη· εκείνον που λαχάνιασε και προσπαθούσε να βρει την ανάσα του και βλαστημούσε την ώρα και τη στιγμή που έκατσε να φάει εκείνη την πάστα. Τι να κανε; Έμοιαζε απ’ έξω ακριβώς όπως οι πάστες μενελίκ. Θυμόταν που τις κατέβαζε δυο δυο στην “Αστόρια” που πήγαινε μετά το κούρεμα απέναντι, στο κουρείο του κυρ Σπύρου.
– Γιαννάκη, θα φάμε μετά προφιτερόλ ή μενελίκ;
– Μενελίκ, κύριε Σπύρο.
– Και μετά γύρο;
– Ναι!!
– Μπράβο, Γιαννάκη, κάτσε τώρα να σε κουρέψω να γίνεις γαμπρός.
Του τρέχανε τα σάλια όπως την έβλεπε την μενελίκ μπροστά από την τζαμαρία…
Όχι, δεν ήθελε καθόλου να νιώσει κάτι τέτοιο. Πλέον σιχαινόταν να νοσταλγεί, είχε σπαταλήσει πολλή καιρό σκεπτόμενος περασμένα μεγαλεία. Τι κέρδισε που νοσταλγούσε; Όλοι προχώρησαν στη ζωή τους· άλλος λίγο άλλος πολύ, πάντως προχώρησαν, αυτός έμεινε πίσω. Βάλτωσε στα ίδια και τα ίδια, και, το χειρότερο, έμεινε μόνος. Πώς αλλιώς; Όσοι προχώρησαν, ήταν πολύ μακριά, και τα πράγματα που είχαν κοινά, οι δεσμοί τους χαλάρωσαν, ατόνησαν, τρίφτηκαν, βγάλαν ξέφτια και, τέλος, κόπηκαν.
“Όχι άλλο” είπε. Έπιασε το χερούλι της πόρτας, το γύρισε, η πόρτα άνοιξε. Το αστραφτερό φως τον θάμπωσε, αλλά γρήγορα συνήθισαν τα μάτια του. Έκανε διστακτικά το πρώτο βήμα, με περισσότερο θάρρος το επόμενο, και, αυτό ήταν. Βγήκε στο φως.
Γιάννης Γεροδήμου