Τι ωραία που περάσαμ’ μωρ’ καμάριμ’…. Βγήκα που λες αδελφούλη. Είχε κόσμο, καλά ήταν! Βγήκαμ’ ήπιαμ’ χωρέψαμ’ ..ωραία πού’ταν!
Πήγα Αποθήκη που λες, πήγα νωρίς, κατά τις εννιάμισ’. Εκείν’την ώρα άδειο ήταν αλλά ήταν νωρίς. -Χθες, μου λέει τ’αφεντικό, μέχρι τις δώδεκα δεν είχε τίποτα, ήταν μπιτ άδειο, Μωρέ λέμε, τι’ν’αυτό; Και δώδεκα γίνετ’ ένα ντου, μπήκα πίσω απ’την μπάρα και δεν ξαναβγήκα μέχρι τις πεντέμ’σ’το πρωί.
Τι λες μωρέ, του λέω, έτσ’ α!
Το Σάββατο που πήγα που λες στην Αποθήκη δέκα μισή άρχισε να γεμίζει και μέχρι της τρεισίμισ’ πήγε τάπα! Ο ντι τζέι δεν έπαιζε ροκιές, ΄΄ηταν το αφεντικό εδώ στον Τοποτηρητή, καταλαβαίν’σ’ δεν με παίρνει να πω πολλά για την μούρητ’…αλλά καλά έπαιξε..έπαιζε ρέηβ αλλά παλιά! Σου λέω, μιλάμε,…πολύ άπλιφτινγκ! Και ντίσκο έπαιζε, φάνκι κι έτσι!
Καλά ήταν! Καλά, για το σέρβις..τι να σου λέω! σπέσιαλ σέρβις και καλά ποτέ, έ! όχι μούφα, μπενζίνες και δεν ξέρω γω! Αλφα ΆΛΦΑ, ΕΓΓΥΗΣΗ!
Μόνο μωρ’ αδερφάκι μου, πολλά πιτσιρίκια! Κανάς μεγάλος δεν έπαιζε, κανα δυο παρέες μόνο…αλλά θα μου πεις ο μεγάλος έχει χρέη, ο μεγάλος δεν βγαίνει, τα πιτσιρίκια θα βγούνε…
Καθαρά Δευτέρα δεν βγήκα, βαρέθ’κα να σ’πω…έμαθα όμως..ήταν καλά!
Άντε, και του χρόνου να ‘μαστε καλά!
Ο Νυχτοκρώλης