Δημιούργημα ενός τερατώδους επιστήμονα, η Μπέλα Μπάξτερ της Έμα Στόουν είναι μια ζωηρή κοπέλα με μυαλό μωρού, που μπουσουλάει κοσμοπολίτικα και μαθαίνει εμπειρικά τη ζωή, εκστομίζοντας περίπου ό,τι της έρχεται στον ταραγμένο της νου. Μέσα από το υπερρεαλιστικό ταξίδι μιας Μπάρμπι με όρεξη για σεξ και αλλεργία στον κομφορμισμό, ο Γιώργος Λάνθιμος σχολιάζει αριστουργηματικά την ηθική διγλωσσία και αναπτύσσει με χιούμορ και ενσυναίσθηση τη μεγάλη υπόθεση του να είσαι γυναίκα.
Όπως η Μπάρμπι γεννήθηκε από μια γυναίκα, διαμορφώθηκε από την πατριαρχία, προσγειώθηκε σε ένα σύμπαν ως παιχνίδι και βασικά δέκτης των επιθυμιών των άλλων, και στην ταινία της Γκρέτα Γκέργουιγκ, σε πείσμα της οριοθετημένης της αποστολής, δραπετεύει στον έξω κόσμο, μόνο και μόνο για να διαπιστώσει πως τα πράγματα δεν είναι ρόδινα και προστατευμένα, και τελικά να επιστρέψει στη βάση της και να αποτιμήσει τα συναισθήματα και τις γνώσεις της, έτσι και η Μπέλα απαντά στο ερώτημα πώς είναι να ξεκινά μια γυναίκα από το μηδέν.
Με μια μεγάλη διαφορά: η μυθιστορηματική ηρωίδα του Άλιστερ Γκρέι, που μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη ο Γιώργος Λάνθιμος με τον σεναριογράφο Τόνι Μακναμάρα, στη δεύτερη συνεργασία τους μετά την «Ευνοούμενη», έχει γεννητικά όργανα, υγιέστατα και ανήσυχα, και τα εξερευνά (δηλαδή τα δουλεύει ασταμάτητα, όπως λέει και η ίδια) με το πρώτο σκίρτημα της ετεροχρονισμένης εφηβείας της, ενώ η Μπάρμπι the movie σταμάτησε ακριβώς εκεί, με την επίσκεψη της πρώην κούκλας στον γυναικολόγο.
Ο πατέρας και θεός της Μπέλα, ο χειρουργός Γκόντγουιν Μπάξτερ, τη βρήκε ξεψυχισμένη κάτω από μια γέφυρα και την ανέστησε με ανορθόδοξες μεθόδους, μεταμοσχεύοντας τον εγκέφαλο του αγέννητου, αλλά ζωντανού εμβρύου που κυοφορούσε στο κρανίο της. Οπότε, στο σώμα μιας γυναίκας ένα νήπιο συμπεριφέρεται με τρόπο σοκαριστικά αντίθετο στους καλούς τρόπους της βικτοριανής κοινωνίας του Λονδίνου, και βέβαια σε οποιαδήποτε συμβατική ανατροφή.
Ο δημιουργός της είναι κι εκείνος ένα αλά Φρανκενστάιν τέρας του δικού του πατέρα, επιστήμονας αλλά απόκληρος, πονεμένος και περιθωριακός, φυσικός αγωγός του μακάβριου πειραματισμού και θιασώτης μιας ελεγχόμενης ιδιωτικότητας. Την παρακολουθεί να μεγαλώνει άγαρμπα, να μαθαίνει γρήγορα και ακατάστατα, και μελαγχολικά προαισθάνεται πως θα τον εγκαταλείψει σύντομα.
Φαβορί για το χέρι της είναι ένας εκλεκτός φοιτητής του, καλοπροαίρετος και άκακος, αλλά outsider Καζανόβας, ο γεμάτος αυτοπεποίθηση Ντάνκαν (Μαρκ Ράφαλο) που την παρασύρει σε μια ευρωπαϊκή οδύσσεια συβαριτικής καλοπέρασης και άφθονου σεξ.
Όχι πως η Μπέλα δεν το(ν) θέλει. Αποχωρεί πρόωρα από το πατρικό της με τον ίδιο θόρυβο που προκαλεί το ενδιαφέρον στους ανύποπτους ξένους ή σε πιο «περπατημένους» συνεπιβάτες της (Χάνα Σιγκούλα και Τζέροντ Καρμάικλ) σε μια χαοτική κρουαζιέρα που καταλήγει στο Παρίσι και σε ένα ξενοδοχείο-μπουρδέλο που διευθύνει η Σουάινι, την οποία υποδύεται η σπουδαία Αικατερίνη Χατζηπατέρα (Κάθριν Χάντερ).
Ως σεξεργάτρια και ανεξάρτητη, έχοντας πλέον πετάξει στα σκουπίδια εξάρτηση και τοξικότητα, αναλαμβάνει την ευθύνη του σώματος και τη συνείδηση της επιθυμίας με ταχύρρυθμα σεξουαλικά μαθήματα όπου εναλλάσσεται το χιούμορ με τη θλίψη.
Η προοπτική συνεργασίας του Λάνθιμου με τη Στόουν στο συγκεκριμένο φιλμ κυοφορείται την τελευταία δεκαετία κι αυτό φαίνεται στην κινησιολογία της Μπέλα, αλλά κυρίως στην επεξεργασία των γνωσιακών φάσεων καθώς και στη λεπτότητα της υποδοχής και της ανταπόδοσης των αισθημάτων. Άλλοτε παραμορφωτικός καθρέφτης, και συχνά ωρολογιακή βόμβα απρόσμενων αντιδράσεων, η άτσαλη ανθρώπινη κουρελού μεταμορφώνεται αβίαστα σε ένα πλάσμα μοντέρνο και αιχμηρό, σε μια αλλόκοτη Αλίκη στη χώρα των απανωτών εκπλήξεων.
Στην αρχή προκαλεί, μετά παρατηρεί, και στο τέλος παρεμβαίνει. Από το γοτθικό humoresque της έπαυλης-νεκροτομείου μέχρι το τεχνικολόρ φαντασία της παλιάς Ευρώπης, το οπτικό στυλ που τη συνοδεύει είναι πολυποίκιλο, ένας οργιώδης κήπος από ασπρόμαυρα και έγχρωμα κεφάλαια, ευρυγώνιους, fish eye και ακριβή κοντινά που ο Λάνθιμος δήλωσε πως προκύπτουν, εκτός από τη συνεχή αναζήτησή του για ένα εστέτ σινεμά, από τη λοξή και ανισόπεδη ματιά της – και «υποσχέθηκε» πως θα παραχωρήσουν τη θέση τους σε απλές γραμμές και νηφαλιότερα πλάνα στην επόμενη ταινία που έχει ήδη γυρίσει, το «And», πάντα με διευθυντή φωτογραφίας τον υποψήφιο για Όσκαρ, Ιρλανδό Ρόμπι Ράιαν.
Τα «Poor Things» δεν είναι ακριβώς τα «Χαμένα Κορμιά» της μετάφρασης της ελληνικής έκδοσης του μυθιστορήματος του 1993, εκτός κι αν υπονοούν τις μετέωρες ψυχές που τα κατοικούν. Ηλεκτρισμένη από ενέργεια, νόστιμα αγενής και ριψοκίνδυνα φιλομαθής, η Μπέλα πάσχει από σφοδρό ιδεαλισμό σε μια εποχή ήδη δηλητηριασμένη από τον κυνισμό.
Οι αντιδράσεις της απέναντι στην αδικία και στην υποκρισία διορθώνουν την προκατάληψη για τα φύλα αφοπλιστικά, συγκρουσιακά, πολιτικά. Είναι ένα άγγελος εξολοθρευτής, βεβαρυμένη με την παλιότερη ταυτότητα της γυναίκας που άφησε πίσω της αυτοκτονώντας (θα συνδεθεί με αυτήν στο φινάλε), αλλά εφοδιασμένη με το αποτελεσματικό όπλο της ειλικρίνειας.
Όπως η Στόουν βρήκε ανθρώπινο παλμό σε μια φεμινιστική συρραφή, έτσι κι ο Λάνθιμος κατανόησε τον κεντρικό άξονα της ταινίας και διύλισε την επιστημονικής φαντασίας ενηλικίωση μιας ξεχωριστής γυναίκας σε μπουνιουελική αισθηματική περιπέτεια εποχής, με σαφή και σοφιστικέ σχολιασμό του metoo και την αίσθηση πως η μάχη των φύλων μπορεί να απεικονιστεί και να συζητηθεί πιο ελεύθερα, πιο σωματικά, πιο αστεία – ακόμη πιο επινοητικά.
πηγή: http://www.lifo.gr
* διατηρήσαμε το κείμενο στη σύνταξη, στίξη και τονισμό που υπάρχουν στην πρωτότυπη ανάρτηση