Υπέρ μνήμης Γεωργίου Σεφέρη (29 Φεβρουαρίου/13 Μαρτίου 1900 – 20 Σεπτέμβρη 1971)

Ο Γεώργιος Σεφέρης είναι υπεύθυνος για το πρώτο Νόμπελ Λογοτεχνίας με το οποίο τιμήθηκε Έλληνας Λογοτέχνης. Για όποιον ή όποια δεν γνωρίζει, τούτο έγινε το 1963. Θυμάμαι να διαβάζω ότι ο μεγάλος ποιητής μας, μετά την βράβευσή του παραπονιόταν για την εχθρική στάση ομοτέχνων του απέναντί του, ειδικά μετά την βράβευσή του. Δυστυχώς, είναι γεγονός πως η νοοτροπία του “να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα” χαρακτηρίζει και πολλούς από τους διανοούμενούς μας. Μαζί και μια τάση να υποβιβάζουν κάποιο επίτευγμα τρίτου, παρομοιάζοντάς το με “αγουρίδες” σαν την αλεπού στον μύθο του Αισώπου.

Επίσης, πριν κάποια χρόνια, είχα την ατυχία να εκνευριστώ από τοπικό φιλόλογο που απέρριπτε τον Γιώργο Σεφέρη ως “ποιητή του σαλονιού” μακριά από τον “δρόμο”. Θεέ μου, πόσο είχα συγχυστεί από την ανοησία του, την επίδειξη, τάχα, αιρετικής εναλλακτικότητας και άλλα τέτοια ανόητα και γραφικά. Μην με παρεξηγείτε, τιμώ τόσο την Κατερίνα Γώγου, όσο και τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Αλλά, όπως και να το κάνεις, από την Γενιά του ‘70 και δώθε οι ποιητές και οι ποιήτριές μας έχουν δεχτεί έντονη την επιρροή του Σεφέρη – και όχι μόνο, βλέπε Καρυωτάκη, Καβάφη ίσως, Ελύτης φυσικά κ.α.

Ξεκινώντας να γράψω αυτά τα λόγια, είχα σκοπό να εξαπολύσω τα πυρά μου στους σημερινούς λουμπενοαστούς (sic) διανοούμενους που, κατά τη γνώμη μου, ταλαιπωρούν το σημερινό ελληνικό λογοτεχνικό πεδίο. Αλλά γιατί να τους δώσω χώρο στον Τοποτηρητή; Χάρη θα τους κάνω. Αντί γι’ αυτό, ορίστε επτά στίχοι του Γιώργου Σεφέρη, δίχως σχολιασμό, μονάχα, όπως έκανε και ο Τάκης Παπατσώνης στην κηδεία του Νομπελίστα, θα διατυπώσω την προσφώνηση: Αθάνατος!

Κι αν ο αγέρας φυσά δεν μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ τα
κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά·
μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πως να
πεθάνουν

(Μυθιστόρημα ΙΘ)