Συνέντευξη του Όσιαν Βουόνγκ, συγγραφέα του “Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι (αναδημοσίευση)

Η συνέντευξη δόθηκε στον Νίκο Ευσταθίου και δημοσιεύτηκε στις 24/3/2023 στην ηλεκτρονική έκδοση της Lifo (www.lifo.gr)

 

Πρώτα ακούγονται μερικοί υπόκωφοι ήχοι από τα πλήκτρα ενός πιάνου, ύστερα η κάμερα ενεργοποιείται, φανερώνοντας το φωτεινό πρόσωπο του Ocean Vuong. Είναι ένα βροχερό πρωινό του Σαββάτου και ο πολυβραβευμένος Αμερικανο-βιετναμέζος συγγραφέας και ποιητής βρίσκεται στο διαμέρισμά του στην καρδιά της Νέας Υόρκης.

Υπάρχει μια γλυκιά αμηχανία στις πρώτες κουβέντες που ανταλλάσσουμε για να σπάσουμε τον πάγο∙ εγώ, κυριευμένος από το άγχος μου που συναντώ, έστω και διαδικτυακά, μία από τις πιο συναρπαστικές λογοτεχνικές φωνές των τελευταίων ετών, εκείνος από τον φόβο του μη γίνει υπερβολικά αυτοαναφορικός στις απαντήσεις του. «Ακόμα και σήμερα, νιώθω ταυτόχρονα υπέροχα και τρομερά δύσκολα όταν συνειδητοποιώ πως το κείμενό μου έχει διασχίσει σύνορα, έναν ολόκληρο ωκεανό», μου εξομολογείται με έναν πιο συναισθηματικό τόνο. «Αυτή είναι η ομορφιά της μετάφρασης, νιώθω πως εγώ ακολουθώ πάντα το έργο μου, πως οι λέξεις κινούνται πολύ πιο γρήγορα από μένα».

Ελάχιστοι θα μπορούσαν να προβλέψουν πριν από κάποια χρόνια πως ένα αγόρι, γεννημένο στις στάχτες του μεταπολεμικού Χο Τσι Μιν, σε έναν ορυζώνα του Βιετνάμ, θα κατάφερνε στα τριάντα του να δημοσιεύσει ένα παγκόσμιο μπεστ σέλερ και να εξελιχθεί σε αστέρα της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Όμως ήταν ακριβώς αυτά τα συχνά επίπονα βιώματα του Ocean – η εκδίωξη της οικογένειάς του από την πατρίδα του λόγω της μεικτής της καταγωγής, η παραμονή της σε καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες, η δύσκολη μετανάστευση στο Χάρτφορντ των Ηνωμένων Πολιτειών, η διάγνωσή του ως δυσλεκτικού και οι πρώτες αγγλικές λέξεις που είπε στα έντεκα, η φτώχεια, ο ρατσισμός, το στίγμα και η περιθωριοποίηση – που συνέβαλαν, το καθένα με τον τρόπο του, στην εκθετική επιτυχία του έργου του.

Ύστερα από μια σειρά εκφραστικών ποιητικών συλλογών, το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι», που κυκλοφόρησε το 2019, εκτοξεύθηκε στη λίστα των μπεστ σέλερ των «New York Times» για έξι ολόκληρες εβδομάδες και, αφού πέρασε τον Ατλαντικό, έφτασε και στη χώρα μας μέσω των εκδόσεων Gutenberg και της εύστοχης μετάφρασης της Έφης Φρυδά. Το ημι-αυτοβιογραφικό, εξομολογητικό βιβλίο του, που έχει τη μορφή ενός γράμματος στην αγράμματη μητέρα του πρωταγωνιστή, είναι μια αφοπλιστικά ειλικρινής προσπάθεια να μεταβολίσει το τραύμα με τη δύναμη των λέξεων και κατόρθωσε να ανοίξει μια σειρά από συζητήσεις με ιδιαίτερα επίκαιρες θεματικές: μετανάστευση και οικογένεια, φύλο και queer ταυτότητες, φυλή και γλώσσα, θάνατος και πόλεμος, όλα δοσμένα μέσα από το πρίσμα του τι σημαίνει, τελικά, να είσαι άνθρωπος.

«Δεν περίμενα ποτέ μου να μεταφραστεί κανένα έργο μου» απαντά διακόπτοντας τα διθυραμβικά μου σχόλια, καθώς τον ρωτώ πώς νιώθει που το μήνυμα αυτής της προσωπικής, εξομολογητικής του ιστορίας ταξιδεύει πλέον στη δημόσια σφαίρα. «Ήμουν απλώς ένας ποιητής, θεωρούσα πως θα έγραφα ένα μυθιστόρημα που θα αποτύγχανε, θα το έκρυβα και ύστερα θα επέστρεφα στην ποίηση προτού καλά καλά το αντιληφθεί κανείς. Για μένα ήταν ένα πείραμα που δεν ήξερα καν αν θα κατάφερνα να ολοκληρώσω. Προέκυψε από την εξής σκέψη: τι θα γινόταν, άραγε, αν έγραφα αυτό το βιβλίο ως ένα γράμμα, ένα μήνυμα χωμένο σε κάποιο σφραγισμένο μπουκάλι που θα το πετούσα στη θάλασσα για να ταξιδέψει; Τι θα συνέβαινε αν ο παραλήπτης δεν το διάβαζε ποτέ, αφού η μητέρα είναι αγράμματη; Τι ρόλο θα έπαιζε τότε η γλώσσα, που ουσιαστικά μεταμορφώνεται σε έναν από τους κεντρικούς χαρακτήρες αυτού του βιβλίου; Το μυθιστόρημα αυτό, λοιπόν, στην ουσία είναι μια υπαρξιακή ερώτηση που απηύθυνα στον εαυτό μου, όταν ακόμα δεν ήξερα αν θα το ολοκλήρωνα, πόσο μάλλον ότι θα μεταφραζόταν και θα ταξίδευε μέχρι την Ελλάδα».

Ακόμα και μετά την πρωτοφανή αναγνωσιμότητα και τις αμέτρητες βραβεύσεις, μεταξύ άλλων και με το πολυπόθητο λογοτεχνικό βραβείο T.S. Eliot, ο Ocean παραμένει γήινος, ασυνήθιστα ταπεινός στις απαντήσεις του, ίσως γιατί, όπως μου εξηγεί, διατηρεί ακόμα την ταυτότητα του ποιητή. «Αντιλαμβάνομαι τη λέξη “αυτοβιογραφική γραφή” κυριολεκτικά, με την έννοια “της γραφής του εαυτού”», προσθέτει, «κι αυτό περιλαμβάνει επίσης την έννοια της ανακάλυψης: αφηγούμαι μια ιστορία, αλλά αφηγούμαι επίσης το νευρικό σύστημα, τον εαυτό, την προσωπικότητά μου».

Σίγουρα, δεν ήταν καθόλου εύκολο γι’ αυτό το υπομονετικό, σιωπηλό και μικροκαμωμένο αγόρι να ακολουθήσει το μονοπάτι της λογοτεχνικής έκφρασης. Από προηγούμενες συνεντεύξεις του αντιλαμβάνομαι πως έφτασε μια στιγμή στη ζωή του που αφέθηκε στη λαχτάρα του να ακουστεί, κάνοντας ένα άλμα από την κατάσταση της μη ορατότητας που βιώνουν πολλές κοινότητες στις ΗΠΑ, είτε ασιατικές, είτε προσφύγων, είτε queer σε πολλά μέρη της χώρας. Τον ρωτώ πόσο δύσκολο και πόσο τολμηρό ήταν να ασχοληθεί με τη συγγραφή, πρώτα ως ποιητής και μετά ως μυθιστοριογράφος, δεδομένου ότι ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειάς του που είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

«Πρέπει να πω ότι δεν ήταν κάτι τόσο δύσκολο», μου απαντά έπειτα από μια παύση. «Περισσότερο είχε να κάνει με το ότι δεν είχα άλλη επιλογή. Βλέπεις, ξεκίνησα να σπουδάζω Διεθνές Μάρκετινγκ σε μια σχολή διοίκησης επιχειρήσεων και δεν το άντεχα. Δεν ήμουν φτιαγμένος γι’ αυτό, τα παράτησα μετά από τέσσερις εβδομάδες. Βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, κυριευμένος από το αίσθημα της ντροπής. Δεν ήθελα με τίποτα να επιστρέψω στην επαρχία του Κονέκτικατ, στην ύπαιθρο όπου βρισκόταν η μητέρα μου, και να της πω ξερά: “Ξέρεις, μαμά, δυστυχώς απέτυχα”».

Έτσι, λοιπόν, αντιμέτωπος με τον φόβο της αποτυχίας και της ματαιότητας, ο Ocean θυμάται πως άρχισε να κάνει couchsurfing με φίλους του στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, και να περιπλανιέται σε διάφορα μπαράκια για να διαβάζει και να ακούει ποίηση. Εκείνη την εποχή έτυχε να συναντήσει διάφορους τοπικούς παραγωγούς που, πριν ξεκινήσουν οι βραδιές open mic ή οι παραστάσεις slam poetry, διοργάνωναν σεμινάρια ποίησης πίσω από την μπάρα.

«Εκεί που λες έμαθα πώς να γράφω μια σεστίνα, δηλαδή ένα ποίημα αποτελούμενο από έξι εξάστιχες στροφές και μία τρίστιχη επωδό», εξηγεί. «Όχι σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όχι στο πανεπιστήμιο, αλλά στα μπαρ. Και όλο αυτό προέκυψε επειδή ντρεπόμουν που απέτυχα στις σπουδές μου. Παρέμεινα στην πόλη και στην τέχνη μου λόγω της αποτυχίας μου, γιατί δεν ήθελα να επιστρέψω και να απογοητεύσω τη μητέρα μου. Λίγο αργότερα, ένας φίλος μού είπε “γιατί δεν σπουδάζεις Αγγλική Λογοτεχνία κάπου εδώ γύρω;”. Πλέον είχα πολιτογραφηθεί Νεοϋορκέζος κι έτσι είχα χαμηλότερα δίδακτρα, επομένως πήγα στο Brooklyn College να σπουδάσω Αγγλική Λογοτεχνία του 19ου αιώνα, μόνο και μόνο για να έχω να δείξω στη μαμά μου κάποιο δίπλωμα. Δεν την ένοιαζε τι θα ήταν αυτό – θα μπορούσα να της είχα πει πως ήταν πτυχίο Ιατρικής, και πάλι θα το έβρισκε εξίσου υπέροχο. Η πραγματικότητα, λοιπόν, είναι πως βρέθηκα στη λογοτεχνία μέσω της αποτυχίας», καταλήγει και το γέλιο του γεμίζει κάθε γωνιά του δωματίου. «Δεν ήταν καμιά ηρωική πράξη, περισσότερο ντρεπόμουν να επιστρέψω με άδεια χέρια, γι’ αυτό ακολούθησα αυτόν τον δρόμο».

Ο Ocean μπορεί να έμαθε πολλά για την τέχνη του εκτός πανεπιστημίου, σήμερα όμως λαμβάνει τη μία πρόσκληση μετά την άλλη για να συμμετάσχει σε λογοτεχνικά σεμινάρια στις αίθουσες των κορυφαίων αμερικανικών Ivy League. Ανταποκρίνεται πάντοτε με προθυμία, και δεν διστάζει να τους ασκήσει κριτική, ιδιαίτερα όσον αφορά τις συζητήσεις που καταπιάνονται με τη διαφορετικότητα στη λογοτεχνία. Πρόσφατα, ο συγγραφέας μίλησε στο Πανεπιστήμιο Brown για το πόσο συχνά τα άτομα ασιατικής καταγωγής θεωρούνται εσφαλμένα εκπρόσωποι μιας ολόκληρης κοινότητας, λίγο πολύ σαν να είναι ολογράμματα και σύμβολα που αντανακλούν τις ανασφάλειες της λευκής αμερικανικής κοινωνίας. Τον ρωτώ γιατί τελικά πιστεύει ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από αυτά τα μονολιθικά, ηρωικά σύμβολα και πόσο απανθρωποποιητική υπήρξε αυτή η εμπειρία για τον ίδιο.

«Είμαι κάπως επιφυλακτικός με το επιχείρημα της αντιπροσώπευσης και της εκπροσώπησης, γιατί όλοι το επικαλούνται χωρίς δεύτερη σκέψη», αποκρίνεται. «Σήμερα έχει πια γίνει λέξη-κλειδί, πανάκεια για όλα τα προβλήματα ανισότητας και έλλειψης διαφορετικότητας. Στην πραγματικότητα, όμως, πολύ συχνά η αντιπροσώπευση καταλήγει να απανθρωποποιεί μια ολόκληρη κοινότητα. Οδηγεί στην κατηγοριοποίηση των ανθρώπων, τους βάζει σε κουτάκια και ύστερα ορίζει έναν εκπρόσωπο που καλείται να κουβαλήσει το βάρος ολόκληρης της κοινότητας στις πλάτες του. Κάπως έτσι οι άνθρωποι μετατρέπονται σε σύμβολα και υλικό προς διαχείριση», συμπληρώνει σταυρώνοντας τα χέρια του. «Ίσως η πρόθεση να είναι καλή, αλλά τελικά η εφαρμογή είναι κάπως απλοϊκή και “τεμπέλικη”. Συχνά αρκεί να αναποδογυρίσεις τη διαδικασία για να δεις πόσο παράλογη είναι. Είναι δυνατόν να είναι ο Χέμινγουεϊ ο εκπρόσωπος όλων των λευκών ανδρών; Ο Τζόναθαν Φράνζεν, ο Φόκνερ; Είναι τόσο παράξενο και μόνο που το σκέφτεται κανείς».

Με βρίσκει απολύτως σύμφωνο στις τοποθετήσεις του ‒ ακόμα και υπό το πρίσμα της ποικιλομορφίας, δεν είναι σπάνιο να ξεχνάμε εκείνους που βρίσκονται στο περιθώριο και διατηρούν πολλαπλές, ενίοτε ασυμβίβαστες μεταξύ τους ταυτότητες. Παίρνοντας αφορμή από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την πολυσημία της ανθρώπινης ύπαρξης στο έργο του, αναρωτιέμαι αν θέλει να μοιραστεί κάποιες σκέψεις σχετικά με τη διαδικασία συμφιλίωσης αυτών των συχνά αντικρουόμενων ταυτοτήτων, του πρόσφυγα, του Ασιάτη, του queer παιδιού, του σύγχρονου Αμερικανού λογοτέχνη.

«Πώς συμφιλιώνονται άραγε τα ανόμοια κομμάτια της ύπαρξής μας; Αναρωτιέμαι αν αυτό είναι εφικτό» απαντά, κοιτώντας φευγαλέα έξω από το παράθυρό του. «Συχνά ρωτάμε όσους έχουν βιώσει ιστορικές αδικίες πώς συμβιβάζονται, πώς το λύνουν το θέμα. Σπάνια ρωτάμε εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία “πώς συμβιβάζεστε με την πραγματικότητα;”. Πώς συμβιβάστηκε, άραγε, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Monsanto με τη δημιουργία του χημικού agent orange; Πώς συμβιβάζονται εκείνοι που εισέβαλαν στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν για να ενισχύσουν την αμερικανική ελίτ; Μάλλον είναι αδύνατο να απαντήσουν, όπως ακριβώς και η άλλη πλευρά. Σχεδόν δεν με ενδιαφέρει, λοιπόν, να λειτουργήσει συμφιλιωτικά ο συγγραφέας. Γιατί τότε απαλλάσσουμε την κοινωνία από την ευθύνη της και πλέον δεν είμαστε άνθρωποι αλλά μια γέφυρα που την περπατάει ο κόσμος για να οδηγηθεί σε κάποιου είδους ουτοπία».

«Με ενδιαφέρει περισσότερο», συνεχίζει, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, «να γράψω εμπνεόμενος από τις ταυτότητες που ούτε εγώ ο ίδιος καλά καλά γνωρίζω: του γιου, του αδελφού. Και η δημιουργία μιας μήτρας πολλαπλών πληροφοριών και αντιφατικών ταυτοτήτων είναι, στην πραγματικότητα, η αιτία που καταλήγουμε στη λογοτεχνία. Φανταστείτε να έλεγα ότι αποφάσισα να γράψω για να μάθουν οι άνθρωποι πως είμαι Ασιάτης, ότι είμαι Αμερικανός, queer ή οτιδήποτε άλλο. Αυτομάτως θα έμπαινα σε μια κατηγορία και θα χανόταν το DNA της γραφής. Δεν διαβάζω τον Καβάφη επειδή είναι Έλληνας, τον διαβάζω επειδή είναι ο Καβάφης. Όταν διαβάζω ένα ποίημά του, ψηλαφίζω στην ουσία το αποτύπωμα αυτού του ανθρώπου στο χαρτί. Είμαστε τόσο τυχεροί ως είδος που έχουμε μια εφεύρεση σαν το βιβλίο κι έτσι μπορώ να τον ζήσω και να τον αφουγκραστώ πολύ μετά τον θάνατό του. Θα έχανα μια μεγάλη ευκαιρία, λοιπόν, αν έλεγα κι εγώ “θα κάτσω να γράψω ως Αμερικανο-ασιάτης, ως queer άτομο», τσεκάροντας απλά όλα τα κουτάκια. Αν το έργο ασχολείται τόσο συνειδητά με το κοινωνικό στοιχείο, με μια επιφανειακή κοινωνική ταυτότητα, θα ανταποκριθεί μονάχα σε αυτήν την προσδοκία. Κι έτσι χάνεται η συγγραφική παρουσία. Απλώς χαϊδεύεις αυτιά, εκπληρώνεις μια κοινωνική προσδοκία, και “αδειάζεις” τον ίδιο τον συγγραφέα. Μετατρέπεις τον εαυτό σου σε μια ατζέντα, και τελικά τον χάνεις».

Το τραύμα της διαλυμένης ζωής στο Βιετνάμ και της άτσαλης ενηλικίωσης στις Ηνωμένες Πολιτείες ακολουθεί τον Ocean μέχρι σήμερα, ωστόσο ο ίδιος επιδιώκει συνεχώς να ξεφύγει από τη διαδικασία της αυτοθυματοποίησης, με τη συγγραφή να αποτελεί ένα από τα ισχυρότερα εφόδιά σε αυτό το ταξίδι. «Νομίζω ότι οφείλουμε να επαναπροσδιορίσουμε το τραύμα ως ένα διαχρονικό φαινόμενο που επηρεάζει ολόκληρο το ανθρώπινο είδος» απαντά όταν τον ρωτώ πώς μπορούμε να ενδυναμώσουμε τους ανθρώπους ώστε να διαχειριστούν και να μεταβολίσουν το μετατραυματικό στρες. «Όταν διάβασα τον Όμηρο, την Ιλιάδα για παράδειγμα, σκέφτηκα: “να ένα βιβλίο που καταπιάνεται πραγματικά με το τραύμα!”. Δυστυχώς ορίζουμε το τραύμα μόνο σε σχέση με το θύμα, καθώς η φροϋδική ψυχανάλυση ήρθε στα μέσα του 20ού αιώνα, μετά το 1950, και πολλοί λογοτεχνικοί κριτικοί άρχισαν τότε να μιλούν για τον τρόπο που λειτουργεί το τραύμα και το μετατραυματικό στρες. Όμως, όταν εξετάζω τον κόσμο ως μελετητής της λογοτεχνίας, βλέπω ότι το τραύμα φτάνει μέχρι το Έπος Γκιλγκαμές. Οι εξομολογήσεις του Αγίου Αυγουστίνου είναι ένα κείμενο για το τραύμα».

«Όσον αφορά το δικό μου έργο», συνεχίζει, και η γλώσσα του πηγαίνει πλέον ροδάνι, «γράφω ανταποκρινόμενος στον κόσμο μου. Ο κόσμος μου είναι τραυματικός, αλλά ταυτόχρονα είναι και πολύ όμορφος. Και με ενδιαφέρει να χτίζω χαρακτήρες που αναδεικνύουν την ανθεκτικότητα μέσω της δύναμης της παρατήρησης. Στο «Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι» ήθελα να δείξω ότι η παρατήρηση και η επαγρύπνηση είναι στην ουσία δύναμη και εξουσία. Στη Δύση, βλέπεις, ο παρατηρητής θεωρείται απλώς ένας θεατής, ένας μάρτυρας απομονωμένος και “στερημένος” από τη δύναμή του. Ήθελα να δείξω πως το να παρατηρείς τον κόσμο εις βάθος στην πραγματικότητα είναι επίσης ένα έργο, μια τέχνη αν θέλεις. Είναι η τέχνη ενός επιζώντος».

Πλησιάζει το τέλος του προκαθορισμένου χρόνου και παρότι και οι δυο έχουμε πια απορροφηθεί πλήρως από τη συζήτηση, οφείλω να υπακούσω στα νεύματα του ατζέντη του. Μου είναι αδύνατο να κλείσω την κουβέντα μας με οτιδήποτε άλλο πέρα από τα ίδια του τα λόγια, που συμπυκνώνουν τον διάλογό μας καλύτερα από οποιαδήποτε τελικά ερώτηση.

«“Οι πιο σκληροί τοίχοι είναι φτιαγμένοι από γυαλί, Μητέρα”, συλλογίζεται ο πρωταγωνιστής στο βιβλίο σου, Ocean. Τελικά, τι είναι τελικά αυτοί οι αόρατοι τοίχοι και πώς μπορούμε να τους γκρεμίσουμε μέσω της γραφής και της αποστολής μηνυμάτων μέσα σε μπουκάλια στον ωκεανό;»

«Οι αόρατοι γυάλινοι τοίχοι χτίζονται παντού, και ιδιαίτερα μέσω της ταξικής και της κρατικής εξουσίας» μου απαντά, χαμογελώντας πλέον όχι με αμηχανία αλλά με αποφασιστικότητα. «Δεν ξέρω αν θα μπορούσαν να γκρεμιστούν. Δεν θέλω να ρομαντικοποιήσω την ιδέα του συγγραφέα ως του απόλυτου κοινωνικού ήρωα, παρότι ξέρω ότι μας αρέσει να ακούμε πως η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά ειλικρινά δεν έχω την απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Γιατί η προσπάθεια να γκρεμιστούν πρέπει να ξεκινήσει από την πολιτική και από την κοινωνία. Νομίζω ότι αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να αφήσουμε έναν συγγραφέα να αποκαλύψει αυτούς τους τοίχους. Ξέρεις, μερικές φορές κοιτάμε έξω από το παράθυρο, παθαίνουμε εμμονή με αυτό, αλλά η δουλειά του συγγραφέα είναι να κοιτάζει το ίδιο το παράθυρο. Το να σας πω “κοίτα αυτό το γυαλί που βρίσκεται εδώ, μπροστά σου, κοίτα το παράθυρο καθαυτό και όχι μονάχα τι συμβαίνει έξω από αυτό”. Αυτή είναι μία από τις υπηρεσίες, αν θέλεις, που μπορεί να παρέχει η λογοτεχνία στην ανθρωπότητα. Αυτό που θα αποφασίσουμε να κάνουμε ως παγκόσμια κοινότητα θα έρθει στη συνέχεια. Αλλά ο ρόλος του συγγραφέα είναι να το κάνει ορατό και αισθητό».