Σπαράγματα λογοτεχνίας / “Ο Στόουνερ” του Τζον Ουίλιαμς (Gutenberg 2022, μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου)

Είχε φτάσει πια σ’αυτή την ηλικία που άρχιζε να τον απασχολεί, όλο και πιο έντονα, ένα ερώτημα τόσο συνταρακτικά απλό, ώστε δεν είχε τον τρόπο να το αντιμετωπίσει. Έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν άξιζε η ζωή που ζούσε· όχι μόνο τώρα, αλλά και στο παρελθόν. Είχε την υποψία ότι το ερώτημα αυτό το αντιμετώπιζαν όλοι οι άντρες σε κάποια φάση της ζωής τους· η απορία του ήταν αν ερχόταν σε όλους με την ίδια απρόσωπη βία που είχε έρθει σ’εκείνον. Το ερώτημα κουβαλούσε μια θλίψη, ήταν όμως μια γενικευμένη θλίψη, η οποία (κατά τη γνώμη του) ελάχιστη σχέση είχε με τον ίδιο ή με τη συγκεκριμένη, τη δική του μοίρα· δεν ήταν καν βέβαιος αν το ερώτημα είχε προκύψει από τις πιο άμεσες και εμφανείς αιτίες, από το πώς είχε εξελιχθεί η ζωή του. Είχε προέλθει, πίστευε, από τη συσσώρευση των χρόνων πάνω του, από τη μάζα του απρόβλεπτου και των περιστάσεων και από τα όσα είχε συναγάγει με τον καιρό απ’ όλα αυτά. Το ενδεχόμενο ότι οι λίγες γνώσεις που είχε καταφέρει να αποκτήσει τον είχαν οδηγήσει σ’αυτή τη γνώση, του προκαλούσε μια ευχαρίστηση άγρια, γεμάτη σαρκασμό: ότι, μακροπρόθεσμα, τα πάντα, ακόμη και οι γνώσεις που του το είχαν διδάξει αυτό, ήταν μάταια και κενά, και τελικά εκμηδενιζόταν σε μια ανυπαρξία, την οποία διόλου δεν επηρέαζαν.

Ένα βράδυ, μετά το τελευταίο του μάθημα, γύρισε στο γραφείο του και κάθισε προσπαθώντας να διαβάσει. Ήταν χειμώνας, είχε ρίξει χιόνι στη διάρκεια της ημέρας, ένα απαλό λευκό κάλυπτε τον έξω κόσμο. Μέσα στο γραφείο έκανε υπερβολική ζέστη· άνοιξε ένα παράθυρο δίπλα του για να μπει λίγος δροσερός αέρας στον κλειστό χώρο. Πήρε βαθιά ανάσα, άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στη λευκή έκταση της πανεπιστημιούπολης. Υπακούοντας σε μια παρόρμηση έσβησε τη λάμπα του γραφείου του και κάθισε μέσα στο ζεστό σκοτάδι· ο κρύος αέρας πλημμύρισε τα πνευμόνια του· έσκυψε κατά το παράθυρο. Αφουγκράστηκε τη σιωπή της χειμωνιάτικης νύχτας και του φάνηκε ότι μ’έναν περίεργο τρόπο ένιωθε τους ήχους που απορροφούσε η λεπτεπίλεπτη και περίτεχνα πορώδης φύση του χιονιού. Τίποτα δεν σάλευε πάνω στην αχανή λευκότητα· ήταν μια νεκρική σκηνή, που τον ρουφούσε, θαρρείς, που απομυζούσε το είναι του, ακριβώς όπως ρουφούσε τον ήχο από τον αέρα και τον έθαβε μέσα στο απαλό, παγερό λευκό. Ένιωθε να σύρεται έξω, προς τη λευκότητα που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του, κομμάτι κι αυτή του σκοταδιού που μέσα του γυάλιζε, και του καθάριου και ανέφελου ουρανού που δεν είχε ούτε ύψος ούτε βάθος. Για μια στιγμή είχε την αίσθηση ότι έβγαινε από το σώμα που στεκόταν ακίνητο μπροστά στο παράθυρο, και καθώς ένιωθε τον εαυτό του να γλιστράει έξω, όλα – η επίπεδη λευκότητα, τα δέντρα, οι πανύψηλες κολόνες, η νύχτα, τα μακρινά αστέρια – έμοιαζαν απίστευτα μικρά και μακρινά, σαν να έφθιναν σιγά-σιγά στην ανυπαρξία. Και τότε, πίσω του, ακούστηκε ένας κούφιος μεταλλικός ήχος, από ένα καλοριφέρ. Ο Στόουνερ μετακινήθηκε, η σκηνή έγινε πάλι όπως πριν. Με μια ανακούφιση που κι ο ίδιος δεν κατάλαβε γιατί τον ενόχλησε, άναψε πάλι τη λάμπα του γραφείου του. Πήρε ένα βιβλίο και κάτι χαρτιά και έφυγε. Διέσχισε τους μισοσκότεινους διαδρόμους και βγήκε από τη φαρδιά, διπλή πόρτα στο πίσω μέρος του Τζέσι Χολ. Κατευθύνθηκε αργά προς το σπίτι του, έχοντας στ’αφτιά του το πνιχτό τρίξιμο των βημάτων του στο στεγνό χιόνι.”

Το απόσπασμα μετεγγράφηκε σε μονοτονικό, σε αντίθεση με το πολυτονικό της έντυπης έκδοσης, λόγω τεχνικής αδυναμίας. Κατά τα άλλα διατηρήθηκε η στίξη και η ορθογραφία του κειμένου