Σπαράγματα λογοτεχνίας – Ζωρζ Σιμενόν

“Από τη μισάνοιχτη πόρτα είδαν τον γιατρό Πασκιέ που φορούσε το παλτό του και τακτοποιούσε τα εργαλεία στην ιατρική του τσάντα. Πάνω στο λευκό χαλί από κατσικίσιο δέρμα, μπροστά στα πόδια του κρεβατιού, που τα σκεπάσματά του ήταν καλοστρωμένα, ήταν ξαπλωμένο ένα σώμα, ένα μαύρο σατέν φόρεμα, ένα κατάλευκο μπράτσο, μαλλιά με χάλκινες ανταύγειες.

Το πιο συγκινητικό πάντα σε τέτοιες σκηνές είναι κάποια γελοία λεπτομέρεια, και σ’ αυτή την περίπτωση εκείνο που προκάλεσε ένα σφίξιμο στην καρδιά του Μαιγκρέ ήταν ότι δίπλα στο πόδι που φορούσε ακόμη μια ψηλοτάκουνη γόβα, το άλλο πόδι ήταν χωρίς παπούτσι, και έτσι διακρίνονταν τα δάχτυλα μέσα απ’ τη μεταξωτή κάλτσα που είχε μικρές πιτσιλιές από ξεραμένη λάσπη και έναν πόντο που ξεκινούσε από τη φτέρνα και έφτανε ως πάνω από το γόνατο.

Κατά βάθος, λίγο ένοιαζε τον Μαιγκρέ αν ήταν πιο όμορφο ή όχι. Του άρεσαν όλοι οι καιροί. Του άρεσαν κυρίως τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όταν γινόταν λόγος γι’ αυτά την επομένη στις εφημερίδες, οι κατακλυσμιαίες βροχές, οι ανεμοστρόβιλοι, τα μεγάλα κρύα ή οι καύσωνες. Το χιόνι επίσης του ήταν ευχάριστο, γιατί του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια, αλλά αναρωτιόταν πώς η γυναίκα του το έβρισκε όμορφο στο Παρίσι, ιδιαίτερα σήμερα το πρωί. Ο ουρανός ήταν πολύ πιο γκρίζος απ’ την προηγουμένη και η λευκότητα των νιφάδων έκανε τη μαυρίλα απ’ τις γυαλιστερές στέγες ακόμη πιο μαύρη, τόνιζε τα θλιβερά και βρόμικα χρώματα στις προσόψεις των κτιρίων, την αμφίβολη καθαριότητα που είχαν οι κουρτίνες στα παράθυρα…”

Δυο μικρά αποσπάσματα από το “Ο Μαιγκρέ στη Μονμάρτρη” του Ζωρζ Σιμενόν σε μετάφραση από την Αργυρώ Μακάρωφ (Άγρα, 2022)

Ζωρζ Σιμενόν (Λιέγη 1903 – Λωζάννη 1989)