Ρετρό/Χρονοντούλαπο: μια παλιά κριτική στην ταινία “Night on Earth” του Τζιμ Τζάρμους

 

Η ταινία του Τζιμ Τζάρμους “Night on Earth” (μτφρ. Μια νύχτα στον κόσμο, του 1991) αποτελεί σύνολο από πέντε στιγμές στον χρόνο, σε ταξί, κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε πέντε πόλεις σε όλο τον κόσμο. Στο τέλος δεν έχουμε λάβει κάποιο σπουδαίο δίδαγμα ούτε έχουμε καταλήξει σε κάποιο συγκλονιστικό συμπέρασμα. Έχουμε, όμως, μοιραστεί την κοινότητα της νύχτας, όταν οι άνθρωποι δεν είναι κουμπωμένοι, αλλά ευάλωτοι – περισσότερο πρόθυμοι να μιλήσουν για τις έγνοιες τους.

Στο Λος Άντζελες μια υπεύθυνη για το κάστινγκ [για κινηματογραφικές παραγωγές] προσπαθεί να πείσει μια κωλοπετσωμένη νεαρή ταξιτζού ότι θα μπορούσε να κάνει καριέρα στο σινεμά. Στη Νέα Υόρκη, ένας μαύρος επιβάτης καταλαβαίνει ότι ο οδηγός του, με καταγωγή από την Γερμανία, δεν θα τα καταφέρει να φτάσει στο Μπρούκλιν δίχως τη βοήθειά του. Στο Παρίσι ένας οδηγός ταξί από την Ακτή του Ελεφαντοστού διώχνει κάτι ψιλοπιωμένους Αφρικανούς διπλωμάτος, και παίρνει μια απότομη και πληγωμένη τυφλή κοπέλα. Στην Ρώμη ένας ταξιυζής επιμένει να περιγράξει τις σεξουαλικές του ιδιαιτερότητες σε έναν ιερέα στο πίσω κάθισμα που παθαίνει καρδιακή προσβολή. Και στο Ελσίνκι, λίγο πριν ΄χαράξει μια κρύα χειμωνιάτικη αυγή, προσπαθούμε να δούμε αν είναι οι πελάτες που έχουν να διηγηθούν μια πιο τραγική ιστορία ή οι οδηγοί.

 


Ο Τζάρμους είναι ένας ποιητής της νύχτας. Σε μεγάλο μέρος του “Night on Earth” προκαλεί την ίδια μοναχική, ελεγειακή και ρομαντική διάθεση όπως στο επίσης δικό του “Mystery Train”, μια ταινία για ανθρώπους που περιπλανώνται στη νύχτα στο Μέμφις. Η μουσική του Τομ Γουέιτς βοηθά ώστε να εδραιωθεί αυτή η ατμόσφαιρα των πόλεων που έχουν αδειάσει από ανθρώπους που δεν κοιμούνται. Είναι, λες και ο νους αυτών των νυχτόβιων επηρεάζεται από όλα τα όνειρα και όλους τους εφιάλτες που τους περιβάλλουν.


Ο Τζάρμους δεν ενδιαφέρεται να αποτελεί κάθε κομμάτι μια μικρή ιστορία με προφανή δομή. (…) Περισσότερο ενδιαφέρεται για τους χαρακτήρες, για την σχέση που διαμορφώνεται, για παράδειγμα ανάμεσα σε μια νεαρή οδηγό ταξί που έχει τατουάζ, συνέχεια μασάει τσίχλα, και ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο (Γουινόνα Ράιντερ) και την κομψή εξέκιουτιβ (Τζίνα Ρόουλαντς) που θέλει να την βάλει να παίξει σε μια ταινία. “Έχω κανονίσει τη ζωή μου” λέει ο χαρακτήρας που υποδύεται η Ράιντερ, και που ελπίζει να καταφέρει να γίνει μηχανικός. “Σίγουρα θα υπάρχουν πολλά κορίτσια που θα θέλουν να παίξουν σε ταινίες. Εγώ όχι”. Η ταινία δεν προσπαθεί να μας δείξει αν η ταξιτζού έχει δίκιο ή άδικο· απλά καταγράφεται η γνώμη της.


Καθώς η ταινία προχωράει πέρα από το Λος Άντζελες, ο Τζάρμους δημιουργεί μια αίσθηση συγγένειας που καλύπτει όλο τον πλανήτη· θα ακούσουμε Ισπανικά, Γερμανικά, Γαλλικά, Φινλανδικά, ακόμα και λίγα Λατινικά. Μόνο ο χώρος παραμένει ο ίδιος: το εσωτερικό ενός ταξί στη μέση της νύχτας. Πολλά ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Για παράδειγμα, τι συμβαίνει με την νέα τυφλή γυναίκα στο Παρίσι; Από πού έρχεται; Πού πηγαίνει; Γιατί θέλει να περπατήσει μόνη της στην όχθη ενός καναλιού; Τι την πλήγωσε τόσο βαθιά. Ο ταξιτζής της, ένας Αφρικανός, την ρωτάει ντροπαλά πως είναι γι’ αυτήν το σεξ – πώς είναι να κάνει έρωτα με κάποιον που δεν μπορεί να δει. Την ρωτά τι πιστεύει για τα χρώματα. Εκείνη του απαντά με απότομο ύφος.


Εκείνη γνωρίζει περισσότερα για τα χρώματα και το σεξ, απ’ ο,τι αυτός θα μάθει ποτέ. Συμμετέχει ολόκληρος ο οργανισμός της. “Μπορώ να κάνω οτιδήποτε μπορείς κι εσύ” το λέει. “Μπορείς να οδηγήσεις;” τη ρωτάει. “Εσύ μπορείς;” του απαντάει.


Το κομμάτι της Νέας Υόρκης είναι το πιο αστείο. Ο Άρμιν Μίλλερ – Στάαλ παίζει τον Γερμανό, ο Τζιανκάρλο Εσπόζιτο είναι ο επιβάτης που επιμένει να οδηγήσει ο ίδιος, η Ρόζι Πέρεζ (που έπαιζε και στο “White Men Can’t Jump” (μτφρ “Οι Λευκοί δεν μπορούν να πηδήξουν”) είναι ο οξύς αντίλογος από το πίσω κάθισμα, ενώ οι δυο άντρες (που ονομάζονται Χέλμουτ και Γιο Γιο) νομίζει ο καθένας ότι ο άλλος έχει γελοίο όνομα.

Το κομμάτι στην Ρώμη είναι το λιγότερο πετυχημένο, αν και ο Ρομπέρτο Μπενίνι, αγαπημένος του Τζάρμους, έχει πλάκα με τον τρελό μονόλογό του καθώς τρέχει με το ταξί μέσα στους άδειους δρόμους προτού πάρει ένα ιερέα. (σ. Τ. Εμένα μια χαρά μου φάνηκε όλη η ιστορία πάντως). Το κομμάτι στο Ελσίνκι είναι το πιο θλιβερό, σχεδόν αφόρητα στενάχωρο, καθώς ο οδηγός ακούει πόσο άσχημη μέρα είχε ένας από τους επιβάτες του, και με την δική του ιστορία τον βάζει στη θέση του.


Ουσιαστικά ο Τζάρμους αδειάζει τους δρόμους για τους νυχτερινούς του καβαλάρηδες. Στις πόλεις υπάρχει μοναξιά και κάνει κρύο· ακόμα και στο Λος Άντζελες “σκοτεινιάζει νωρίς το χειμώνα”. Οι χαρακτήρες του μοιάζουν χωρισμένοι από την “κανονική” κοινωνία των πόλεών τους· είναι μοναχικοί και αταίριαστοι με το περιβάλλον τους. Αισθανόμαστε πως διαθέτουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους παρά με όσους κυκλοφορούν στις πόλεις του κατά τη διάρκεια της ημέρας. Και τα ταξί τους, που βολοδέρνουν στους έρημους δρόμους, μοιάζουν σαν διανομείς σε αποστολή στο πουθενά

Ρότζερ Έμπερτ

Μάης 1992

(μετάφραση Κώστας Μαζιώτης)

Ο Ρότζερ Έμπερτ ήταν κριτικός κινηματογράφου για τους Chicago Sun-Times από το 1967 έως το θάνατό του το 2013. Το 1975 κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ ως διακεκριμένος κριτικός