Ο πάτερ ή ο πατήρ;

Αναδημοσιεύουμε από το ιστολόγιο του κ.Άκη Γαβριηλίδη “Nomadic Universality” (https://nomadicuniversality.com/2022/12/01/%ce%bf-%cf%80%ce%ac%cf%84%ce%b5%cf%81-%ce%b3%ce%b9%cf%8e%cf%81%ce%b3%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%ce%b9%ce%b5%ce%af-%ce%b1%ce%ba%cf%8c%ce%bc%ce%b1-%ce%bc%ce%b9%ce%b1-%cf%86%ce%bf/#more-9061)

Πέραν του γενικότερου –και πάντοτε ορθού- επιχειρήματος ότι ένα υποτιθέμενο «λάθος» που έχει επικρατήσει στη γλώσσα και χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα από το υποτιθέμενο «ορθό» παύει να είναι λάθος, εν προκειμένω –όπως και σε όλες τις άλλες ανάλογες περιπτώσεις- η επιμονή αυτή των χρηστών της ελληνικής σε αυτό το «λάθος» οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένες και ευανάγνωστες γλωσσικές αιτίες, και όχι βέβαια σε άγνοια, ημιμάθεια, «ακηδία» και δε συμμαζεύεται.

Η ύπαρξη ενός ουσιαστικού που να τελειώνει σε ρ, και, ιδίως, η κλίση ενός τέτοιου ουσιαστικού, είναι κάτι τελείως ξένο προς το γλωσσικό αισθητήριο των ομιλητών της (νέας, φυσικά) ελληνικής. Κατ’ ουσίαν δεν υπάρχουν άλλα τέτοια παραδείγματα, και αν τυχόν υπάρχουν βιώνονται ως παραξενιά, παρέκκλιση, γλωσσική ιδιοτροπία, η οποία επιβιώνει μόνο σε ειδικά περιβάλλοντα. Μπορεί να λέμε –δηλαδή οι παπάδες στην εκκλησία να λένε- «ω γλυκύ μου έαρ». Κάποιοι –όλο και λιγότεροι πλέον- ίσως θυμούνται ότι «έαρ» σημαίνει άνοιξη. Αν όμως θέσουμε το ερώτημα πώς είναι ο πληθυντικός αυτής της λέξης, και ιδίως η γενική του, αμφιβάλλω αν ο ίδιος ο Μπαμπινιώτης μπορεί να απαντήσει χωρίς να συμβουλευθεί τα κιτάπια του. Μπορεί στις μεταλλικές πινακίδες που έχουν τα –ακριβώς- ασανσέρ της δεκαετίας του 60 και του 70 να γράφει ακόμα «απομακρυνθήτε από τον τοίχον του φρέατος», αλλά την υπόδειξη αυτή μάλλον κανείς δεν την καταλαβαίνει, ούτε κανείς χρησιμοποιεί οπουδήποτε αλλού το ουσιαστικό φρέαρ (σε αντίθεση με το φρεάτιο, που είναι πολύ καλύτερα προσαρμοσμένο στο κλιτικό σύστημα). Αντιθέτως, πολύ περισσότερο εξοικειωμένο είναι το γλωσσικό κοινό με λέξεις που λήγουν σε -ερ και είναι άκλιτες, καθότι ξενικής προέλευσης. Ή, αν κλίνονται, η μόνη μεταβολή που υφίστανται είναι να προστίθεται ένα τελικό ς για να δηλώσει τον πληθυντικό (π.χ. «οι Ρεπόρτερς», τίτλος παλιάς εκπομπής στην κρατική τηλεόραση, ή, πιο πρόσφατα, οι ινφλουένσερς, οι γιουτιούμπερς κ.ο.κ.). Ουσιαστικό που να λήγει στην ονομαστική σε -ήρ και στην κλητική σε -ερ στη νέα ελληνική δεν υπάρχει.

Όχι όμως μόνο αυτό.

Όπως είναι φανερό και στο παράδειγμα που φέρνει –για να το «διορθώσει»- ο ίδιος ο τροχονόμος της γλώσσας, κανείς χρήστης της νεοελληνικής δεν χρησιμοποιεί τον «εσφαλμένο» τύπο μόνο του, ανεξάρτητα μέσα σε μια φράση, αλλά πάντα ως συνοδευτικό κάποιου κυρίου ονόματος, και πάντως σίγουρα για να προσδιορίσει κάποιον παπά, και όχι βέβαια τον αρσενικού γένους γονιό. Κανείς ποτέ δεν λέει –παρεκτός αν θέλει να κάνει πλάκα- «ο πάτερ μου γνώρισε τη μητέρα μου το τάδε έτος». Για τον τελευταίο αυτό σκοπό, ο καθένας και η καθεμιά χρησιμοποιεί το ουσιαστικό ο πατέρας, το οποίο φυσικά κλίνει: του πατέρα, οι πατεράδες (ή οι πατέρες) κ.ο.κ. Ο τύπος «πάτερ» χρησιμοποιείται μόνο μπροστά από το όνομα κάποιου κληρικού, και δεν μεταβάλλεται ανάλογα με τις πτώσεις (ούτε σχηματίζει πληθυντικό αριθμό).

Κάτι τελείως ανάλογο άλλωστε συμβαίνει και με την ίδια τη λέξη παπάς, η οποία κλίνεται όταν εμφανίζεται αυτοτελώς για να δηλώσει τον ιερέα (του παπά, οι παπάδες κ.λπ.), αλλά παραμένει άκλιτη όταν συνοδεύεται από το κύριο όνομα του εν λόγω ιερέα (ο παπα-Δημήτρης, του παπα-Δημήτρη), όπως και με τη λέξη μπάρμπας (έχει μπάρμπα στην Κορώνη αλλά ο μπαρμπα-Θωμάς, ο μπαρμπα-Μαθιός).