Ο ευτυχισμένος θάνατος του Αλμπέρ Καμύ (αναδημοσίευση)

Αναδημοσιεύουμε από το http://athletestories.gr 

 

«Vraiment, le peu de morale que je sais, je l’ai appris sur les terrains de football et les scènes de théâtre, qui resteront mes vraies universités».
«Στην πραγματικότητα, τα λίγα που ξέρω για την ανθρώπινη ηθική, τα έμαθα σε γήπεδα ποδοσφαίρου και σε θεατρικές σκηνές, τα οποία παραμένουν τα πραγματικά μου πανεπιστήμια».


Ο Καμύ πιτσιρίκος είχε παίξει ποδόσφαιρο. Στην Racing Universitaire Algérois (RUA), τον «καρπό της θέλησης των ανθρώπων που θέλουν να τιμήσουν την εκατονταετηρίδα της Γαλλικής Αλγερίας και των πανεπιστημίων της», ενός συλλόγου που το 1951 ανακηρύχθηκε ο κορυφαίος σε ολόκληρη τη Γαλλία από την «Equipe». Εκπροσωπούσε την ελίτ του αλγερινού αθλητισμού, αντανακλούσε την κοινωνική θέση, εξέπεμπε ανωτερότητα. «Les étudiants costauds, carabins et notaires, avocats, pharmaco / poussent leur cri de guerre: RUA, RUA, RUA, club universitaire», έλεγε ο ύμνος. «Οι ισχυροί φοιτητές, γιατροί και συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, φαρμοκοποιοί / ενώνουν τις φωνές τους για την πολεμική κραυγή: RUA, RUA, RUA, σύλλογος πανεπιστημιακός».


Η RUA ήταν για τον Καμύ ένα από τα σύμβολα της αλγερινής του ταυτότητας, τα πολιτιστικά και τα πολιτικά του ερείσματα, οι ρίζες του περιστρέφονται γύρω από την RUA. Προτού γίνει οπαδός της, έπαιξε εκεί ποδόσφαιρο ως βασικός τερματοφύλακας, τη μόνη θέση στην οποία θα μπορούσε να αποδώσει ένας άνθρωπος με το δικό του μυαλό.


Η RUA ήταν στο στόχαστρο, πέρα από τους εθνοτικούς λόγους στη Γαλλία για το αίμα της Αλγερίας που έρεε στην ιστορία της, και εξαιτίας της ίδιας της της φυσιογνωμίας στο εσωτερικό της χώρας. Ο γεννημένος και μεγαλωμένος στο Μπελκούρ, μια γειτονιά στο Αλγέρι, Καμύ, επέλεξε την RUA, επειδή εθεωρείτο η ομάδα των «φλώρων». Τους έλεγαν «chiqueur, des qui s’croient le cul béni, des mariolles et des fils à papa». «Αυτοί που μασάνε καπνό, οι τυχεροί, οι φλώροι, οι γιοι του μπαμπά». Με αυτούς έπαιζαν πάντα πιο σκληρά, ήταν το άχτι όλων των υπόλοιπων ομάδων της Αλγερίας εκείνα τα χρόνια.
Ο Καμύ συνήθιζε να παίζει τερματοφύλακας χωρίς παπούτσια. Του άρεσε από τα χρόνια της AS Μονπενσιέ, στην οποία ξεκίνησε το ποδόσφαιρο, το συνέχισε και στη RUA, όπου μεταγράφηκε το 1929.
Του έδινε ζωή το ποδόσφαιρο, του κόστισε αφάνταστα ότι το σταμάτησε νωρίς λόγω των προβλημάτων υγείας του. Από τα 17 του κιόλας είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα σωματικής δυσφορίας, αργότερα έγινε σαφές ότι είχε προσβληθεί από φυματίωση. Δύσκολα, περίεργα χρόνια. Για ένα παιδί ορφανό από πατέρα που μεγάλωσε με τη μητέρα και τη θεία του, η αναγκαστική απαγόρευση της συνέχισης μιας ασχολίας που το ευχαριστούσε, αυτός ο συνδυασμός θα ήταν πιθανώς διπλά θανατηφόρος. Και σωματική και πνευματική εξάντληση.
Αυτό και μόνο θα ήταν αρκετό για να εξηγήσει την υπαρξιακή φλέβα της σκέψης του Καμύ, η φυματίωση είναι παρακολούθημα της κατεστραμμένης παιδικής του ηλικίας. Αυτό που του είχε απομείνει ήταν η ψευδαίσθηση της ελευθερίας, το μαρτύριο που έζησε στο μυαλό του και μετέφερε αριστουργηματικά σε ένα από τα πιο λαμπρά γραπτά του, τον «Μύθο του Σίσυφου» («Le Mythe de Sisyphe», 1942):
Αφήνω τον Σίσυφο στους πρόποδες του βουνού. Πάντα ξαναβρίσκει το φορτίο του. Αλλά ο Σίσυφος διδάσκει την ύψιστη πίστη που αρνείται τους θεούς και σηκώνει τους βράχους. Κι εκείνος κρίνει πως όλα είναι καλά. Τούτο το σύμπαν, αδέσποτο στο εξής, δεν του φαίνεται άγονο μήτε ασήμαντο. Κάθε κόκκος αυτής της πέτρας, κάθε ορυκτό θραύσμα αυτού του πλημμυρισμένου από νύχτα βουνού, σχηματίζει από μόνο του έναν κόσμο. Ο αγώνας και μόνο προς την κορυφή αρκεί για να γεμίσει μιαν ανθρώπινη καρδιά. Γι’ αυτό πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο.

Ο φιλοσοφικός παραλογισμός της σύγκρουσης των ιδεών οδήγησε τον Καμύ στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι τύποι εμπειριών που αφυπνίζουν την έννοια του παραλόγου, αφήνοντας στο άτομο τρεις επιλογές: την αυτοκτονία, ένα άλμα πίστης ή την αναγνώριση. Και κατέληξε ότι η αναγνώριση είναι η μόνη δικαιολογήσιμη επιλογή: Τα τείχη που περιβάλλουν τον άνθρωπο δεν θα πέσουν ποτέ, δεν θα γκρεμιστούν. Η πόρτα της φυλακής του δεν πρόκειται να κλείσει ποτέ. Ούτε και το δροσερό αγέρι πρόκειται να θωπεύσει με το απαλό του χάδι το φλογισμένο του μέτωπο. Ο άνθρωπος λοιπόν θα πει “ναι” στο παράλογο, ναι στον θάνατο και στον βράχο που κατρακυλά κάτω. “Ναι” θα πει στην παγερή και ολοκληρωτική αδιαφορία του απέραντου σύμπαντος που τον περικυκλώνει.

Για έναν άνθρωπο που είχε την παρρησία να παραδεχτεί ότι μεταξύ της δικαιοσύνης και της μητέρας του επιλέγει τη μητέρα του, η αναγνώριση των ορίων του εαυτού του ήταν πολύ εύκολη υπόθεση. Μια διαφορετική σωκρατική προσέγγιση, μια αναγνώριση της ελλειπτικής αυτογνωσίας που εν τέλει επικρατεί μέσα μας. Επειδή εξιδανικεύουμε βάσει εμπειριών το παρελθόν μας, επειδή οι επιλογές, όταν είμαστε νέοι, είναι πάντα περισσότερες και πολύ πιο εύκολες.

Τα χρόνια του Καμύ όμως ήταν πολύ καθοριστικά για την Αλγερία. Ο Αλμπέρ μέθυσε από την πολιτική ελλείψει καλύτερου κρασιού, πίεσε για μια εμφυλιακή εκεχειρία με μια έκκληση που χρονολογείται από τον Ιανουάριο του 1956, υπερασπίστηκε την πολιτική ένταξης. Κι όμως μονάχα η λέξη «RUA» έκανε την καρδιά του να χτυπά σε τρελούς ρυθμούς, κι ας είχαν περάσει 20 χρόνια.

Τότε ακολουθούσε την Ρασίνγκ Κλαμπ του Παρισιού, μόνο και μόνο επειδή έφερε τα ίδια χρώματα με την RUA και απέπνεε εκείνη την «επιστημονικότητα» της ομάδας του. «Χάνει επιστημονικά τα παιχνίδια που πρέπει να κερδίσει», έλεγε. Λάτρευε τις ιδιορρυθμίες, τις αναγωγές στις ρίζες, τα βαθύτερα αίτια διασύνδεσης με μια ομάδα. Το ζούμε και στην Ελλάδα με τις ομάδες των προσφύγων, εκείνες που ήρθαν από τις χαμένες πατρίδες και συνδέουν το αίμα μας με εκείνο των προγόνων μας. Χάνεται σιγά-σιγά αυτή η διασύνδεση, πολύ δύσκολα επιλέγεται πια η ομάδα για ιστορικούς και ιδεολογικούς λόγους. Δεν υπάρχουν πια οι άνθρωποι που βίωσαν την Καταστροφή, ο ιστός έχει σπάσει και οι δεσμοί έχουν ξεθωριάσει. Ο πνευματικός κόσμος στην Ελλάδα ανέκαθεν περιφρονούσε το ποδόσφαιρο, το ίδιο ακριβώς βίωσε και ο Καμύ στα 20 χρόνια του στο Παρίσι.


Πρωτοεμφανιζόμενος στην παριζιάνικη πνευματική ελίτ των αρχών του 20ού αιώνα, παιδί-θαύμα με υποτροφία και καθοριστικές επιρροές από τον Ρενέ Σαρ και τον Ζαν Πολ Σαρτρ, επέμενε σε όλους για τη σημασία του ποδοσφαίρου στη ζωή μας.


Η Ακαδημία ποτέ δεν είδε ευγενικά αυτή του την προσέγγιση. Το ποδόσφαιρο είχε πάντα την στάμπα του πολύ λαϊκού αθλήματος, ενός σπορ “αγροίκων” που φορούσαν κοντά παντελονάκια και κυνηγούσαν μια μπάλα μέσα σε τέσσερεις γραμμές. Κι όμως, κανείς δεν μπήκε στον κόπο να καταλάβει ότι το ποδόσφαιρο, όσο τίποτε άλλο, σημάδεψε την πνευματική και υπαρξιακή διαδρομή του Αλμπέρ Καμύ.


Μετακομίζοντας στο Παρίσι, ο Καμύ αντιλήφθηκε ότι είναι φτωχός. Η φτώχεια του αποκαλύφθηκε όπως και ο αέρας που αναπνέουμε. Δεν ήταν ορατή, αλλά την ένιωθες, την παρατηρούσες, σου παραμέριζε τα μαλλιά. Τη φτώχεια δεν την καταλαβαίνεις δίχως να έρθεις αντιμέτωπος με τον πλούτο. Ο Καμύ είχε μεγαλώσει με λίγα, με τα απολύτως απαραίτητα και διασκέδασή του, διέξοδός του ήταν να παίζει ξυπόλητος ποδόσφαιρο.
Προς το τέλος της ζωής του, ήταν αντιπαθής στους προύχοντες και της δεξιάς και της αριστερής ιντελιγκέντσιας. Ένιωθε μόνος, απελπιστικά μόνος και λυπημένος. Αν δεν υπήρχε η φυματίωση, θα είχε ξοδέψει όλον του τον χρόνο παίζοντας ποδόσφαιρο, θα είχε αποδείξει ότι σημασία έχει ό,τι αγαπάμε και όχι ό,τι “πρέπει” λόγω κοινωνικής ή πνευματικής θέσης.


Όσο κορυφαίος διανοητής κι αν θεωρείται, ο Αλμπέρ Καμύ δεν ήταν από τις Βερσαλλίες. Ήταν από το Μπελκούρ. Δεν ήταν “ελάττωμα” ότι αγαπούσε το ποδόσφαιρο, ήταν εσωτερική ανάγκη, η γέφυρα με τον τόπο του, το αόρατο νήμα της διασύνδεσης με τα χρόνια της αθωότητας, με την αγνή πτυχή του εαυτού μας που πασχίζουμε να διατηρήσουμε ζωντανή.


Ένας άνθρωπος που κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1957 και επέμενε να λαχταράει μια απόκρουση, αποζητούσε την αίσθηση του χώματος στα γυμνά πόδια του, την επιδοκιμασία στο βλέμμα των συμπαικτών του, την απογοήτευση σε εκείνο των αντιπάλων του.


Με το χρηματικό έπαθλο από εκείνο το βραβείο, αγόρασε ένα ακίνητο στο Lourmarin στο Lubéron. Ήθελε να βρίσκεται μακριά και από το αλγερινό και από το παριζιάνικο χάος. Περνούσε τις Κυριακές του στο βουκολικό τοπίο της ομάδας των ντόπιων. Έβλεπε τους πιτσιρικάδες να τρέχουν, να μάχονται, να θυμώνουν, να τρελαίνονται, να γελάνε. Τους αγόρασε φανέλες, έγινε χορηγός της ομάδας. Με τα δικά τους όνειρα έδιωξε τον δικό του εφιάλτη, έπαψε να είναι ο ημιτελής νεαρός ποδοσφαιριστής που στερήθηκε την καριέρα του.


Άνθρωπος των γραμμάτων, φιλόσοφος, κορυφαίος στοχαστής, με ευρύτατη απήχηση στον σύγχρονο δυτικό κόσμο.


Πέθανε στις 4 Ιανουαρίου του 1960 ως τερματοφύλακας. Ευτυχισμένος.