Ο εξοστρακισμός του Σπινόζα από την Εβραϊκή Κοινότητα του Άμστερνταμ (αναδημοσίευση από την βικιπαίδια)

Στις 27 Ιουλίου 1656 η συνέλευση της Ταλμούδ Τορά του Άμστερνταμ εξέδωσε ένα χερέμ (ένα είδος απαγόρευσης, απομόνωσης, εξοστρακισμού, απέλασης ή αφορισμού) εναντίον του 23χρονου Σπινόζα. Ακολουθεί η μετάφραση του επίσημου πρακτικού της μομφής:

«Οι Αρχοντες της μα’αμάντ (συνέλευση γερόντων) γνωρίζοντας από καιρό τις κακές ιδέες και πράξεις του Μπαρούχ ντε Εσπινόζα, προσπάθησαν με διάφορα μέσα και υποσχέσεις να τον επαναφέρουν από τον κακό του δρόμο. Αλλά αφού απέτυχαν να τον κάνουν να διορθώσει την ασεβή του πορεία, αντίθετα, λαμβάνοντας καθημερινά όλο και σοβαρότερες πληροφορίες για τις βδελυρές αιρέσεις που εφάρμοζε και δίδασκε και για τις αποτρόπαιες πράξεις του και έχοντας για αυτό πολλούς αξιόπιστους μάρτυρες, πείστηκαν για την αλήθεια της υπόθεσης και, αφού όλα αυτά εξετάστηκαν, αποφάσισαν ότι ο αναφερόμενος Εσπινόζα πρέπει να αφορισθεί και να αποβληθεί από τον λαό του Ισραήλ. Με την απόφαση των αγγέλων και την εντολή των αγίων αφορίζουμε, αποβάλλουμε, καταριόμαστε και αναθεματίζουμε τον Βαρούχ ντε Εσπινόζα με τη συγκατάθεση του Θεού. Ευλογημένος να είναι Εκείνος και με τη συγκατάθεση όλης της Ιεράς Συνόδου, μπροστά σε αυτούς τους ιερούς Παπύρους, με τις 613 εντολές που είναι γραμμένες σ’ αυτούς, με τον αφορισμό, με τον οποίο ο Ιησούς του Ναυή κατέλαβε την Ιεριχώ, με την κατάρα με την οποία ο Ελισαίος καταράστηκε τους νέους και με όλες τις κατάρες, που είναι γραμμένες στο Βιβλίο του Νόμου. Καταραμένος να είναι τη μέρα και καταραμένος να είναι τη νύχτα, καταραμένος να είναι όταν πλαγιάζει και καταραμένος να είναι όταν σηκώνεται, καταραμένος να είναι όταν βγαίνει και καταραμένος να είναι όταν μπαίνει. Ο Κύριος δεν θα τον λυπηθεί, ο θυμός και η οργή του Κυρίου θα επιπέσει επ’ αυτού και θα του φέρει όλες τις κατάρες, που είναι γραμμένες σε αυτό το βιβλίο, και ο Κύριος θα εξαλείψει το όνομά του κάτω από τον ουρανό και ο Κύριος θα τον απομακρύνει με τον τραυματισμό του από όλες τις φυλές του Ισραήλ με όλες τις κατάρες της διαθήκης, που είναι γραμμένες στο Βιβλίο του Νόμου. Αλλά εσείς που προσκολλάσθε παρά τω Κυρίω τω Θεώ είσθε όλοι ζωντανοί την ημέρα εκείνη. Διατάζουμε κανείς να μην επικοινωνεί με αυτόν προφορικά ή γραπτά, να μην του δείχνει καμία εύνοια, να μη μένει μαζί του κάτω από την ίδια στέγη ή σε απόσταση τεσσάρων αρσίν από αυτόν και να μη διαβάζει οτιδήποτε γραμμένο από αυτόν.»

Η σύνοδος της Ταλμούδ Τορά εξέδιδε τακτικά μομφές, για μεγάλες και μικρές υποθέσεις, έτσι μια τέτοια ποινή δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο.

Όμως η γλώσσα της μομφής για τον Σπινόζα είναι ασυνήθιστα σκληρή και δεν εμφανίζεται σε καμία άλλη γνωστή μομφή, που είχε εκδοθεί από την Πορτογαλική Εβραϊκή κοινότητα του Άμστερνταμ. Δεν δηλώνεται η ακριβής αιτία για την αποβολή του Σπινόζα. Η μομφή αναφέρεται μόνο στις «βδελυρές αιρέσεις που εφάρμοζε και δίδασκε» και στις «αποτρόπαιες πράξεις» του και στις καταθέσεις μαρτύρων. Δεν υπάρχει καμία καταγραφή τέτοιας κατάθεσης, αλλά φαίνεται ότι υπήρχαν αρκετές πιθανές αιτίες για την έκδοση της μομφής.

Πρώτον, ήταν οι ριζοσπαστικές θεολογικές απόψεις του Σπινόζα, που προφανώς εξέφραζε δημόσια. Όπως το θέτει ο φιλόσοφος και βιογράφος του Σπινόζα, Στήβεν Νάντλερ, «Αναμφίβολα εξέφραζε ακριβώς εκείνες τις ιδέες, που σύντομα θα εμφανίζονταν στις φιλοσοφικές του πραγματείες. Στα έργα αυτά ο Σπινόζα αρνείται την αθανασία της ψυχής, απορρίπτει την έννοια ενός Θεού της θείας πρόνοιας – του Θεού του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ και υποστηρίζει πως ο Νόμος ούτε δόθηκε κυριολεκτικά από τον Θεό, ούτε πιο δεσμευτικά για τους Εβραίους. Είναι λοιπόν περίεργο που ένας από τους τολμηρότερους και πιο ριζοσπάστες διανοητές της ιστορίας τιμωρήθηκε από μια Ορθόδοξη Εβραϊκή κοινότητα ;»

Δεύτερον, είναι αρκετά βάσιμο να υποθέσουμε ότι τα μέλη της Εβραϊκής κοινότητας του Άμστερνταμ, σε μεγάλο βαθμό πρώην «προσήλυτοι», που τον προηγούμενο αιώνα είχαν διαφύγει από την Πορτογαλική Ιερά Εξέταση (και τα παιδιά και τα εγγόνια τους), πρέπει να ενδιαφέρονταν να προστατεύσουν τη φήμη τους από οποιαδήποτε σχέση με τον Σπινόζα από φόβο μήπως οι αμφιλεγόμενες απόψεις του συνεπάγονταν τη δικιά τους πιθανή δίωξη ή αποβολή. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δημοτικές αρχές του Άμστερνταμ ενεπλάκησαν άμεσα στη μομφή του Σπινόζα. Αλλά «το 1619 το δημοτικό συμβούλιο έδωσε ρητά εντολή στην Πορτογαλική Εβραϊκή κοινότητα να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά τους και να εξασφαλίσουν ότι τα μέλη της κοινότητας τηρούσαν αυστηρά τον Εβραϊκό νόμο» και άλλες αποδείξεις, όπως η απαγόρευση, εγκεκριμένη από την ίδια τη συναγωγή, δημόσιων γάμων ή επικήδειων πορειών και συζητήσεων θρησκευτικών ζητημάτων με Χριστιανούς, από φόβο μήπως τέτοιες δραστηριότητες «βλάψουν την ελευθερία που απολαμβάνουμε», καθιστούν σαφές ότι ποτέ δεν ξεχνούσαν τον κίνδυνο μήπως και ενοχλήσουν τις αρχές της πόλης. Έτσι η έκδοση της μομφής για τον Σπινόζα ήταν σχεδόν σίγουρα μια άσκηση αυτολογοκρισίας από την Πορτογαλική Εβραϊκής κοινότητα του Άμστερνταμ.

Τρίτον, πιθανολογείται ότι ο ίδιος ο Σπινόζα είχε ήδη πάρει την πρωτοβουλία να αποχωρισθεί τη σύνοδο της Ταλμούδ Τορά και εξέφραζε φωναχτά την εχθρότητά του προς τον Ιουδαϊσμό τον ίδιο. Είχε πιθανόν σταματήσει να παρακολουθεί λειτουργίες στη συναγωγή είτε μετά την αντιδικία με την αδελφή του, είτε μετά την επίθεση με μαχαίρι στα σκαλιά της. Είχε ίσως ήδη διατυπώσει την άποψη, που εξέφρασε αργότερα, στη Θεολογική – Πολιτική Πραγματεία του, ότι οι αρχές της πόλης όφειλαν να καταστείλουν τον Ιουδαϊσμό, ως επιζήμιο για τους ίδιους τους Εβραίους. Για οικονομικούς ή άλλους λόγους, σε κάθε περίπτωση είχε σταματήσει να καταβάλει συνδρομή στη συναγωγή από τον Μάρτιο του 1656. Είχε επίσης διαπράξει τις «αποτρόπαιες πράξεις», σε αντίθεση με τους κανονισμούς της συναγωγής και τις απόψεις ορισμένων ραββινικών αρχών, να προσφύγει σε πολιτικό δικαστήριο αντί για τις αρχές της συναγωγής – για να παραιτηθεί από την κληρονομιά του πατέρα του. Όταν του κοινοποιήθηκε η απόφαση της μομφής φέρεται να είπε: «Πολύ καλά, αυτό δεν με υποχρεώνει να κάνω τίποτα που δεν θα είχα κάνει από μόνος μου, αν δεν φοβόμουν το σκάνδαλο.» Έτσι, σε αντίθεση με τις περισσότερες μομφές που εκδίδονταν τακτικά από τη σύνοδο του Άμστερνταμ για να νουθετήσει τα μέλη της, η μομφή που εκδόθηκε κατά του Σπινόζα δεν κατέληξε σε μετάνοια και έτσι δεν ανακλήθηκε ποτέ.

Μετά τη μομφή λέγεται ότι ο Σπινόζα απηύθυνε μια «Απολογία» (υπεράσπιση), γραμμένη στα Ισπανικά, στους πρεσβύτερους της συναγωγής, «στην οποία υπερασπιζόταν τις απόψεις του ως ορθόδοξες και κατήγγελλε τους ραββίνους ότι τον κατηγορούσαν για «απαίσιες πρακτικές και άλλες αχρειότητες απλώς και μόνο επειδή είχε αδιαφορήσει για εορταστικές τελετουργίες». Αυτή η «Απολογία» δεν διασώθηκε αλλά μέρος των περιεχομένων της μπορεί να συμπεριλήφθηκε αργότερα στη Θεολογική – Πολιτική Πραγματεία του. Για παράδειγμα, παρέθεσε μια σειρά αινιγματικών δηλώσεων του μεσαιωνικού βιβλικού σχολιαστή Αβραάμ Ιμπν Έζρα που υπαινίσσεται ότι ορισμένα προφανώς αναχρονιστικά αποσπάσματα της Πεντατεύχου (π.χ. «ο Χαναναίος ήταν τότε στη χώρα», Γεν. 12.6, που ο Ιμπν Έζρα θεωρούσε «μυστήριο» και προέτρεπε «αυτούς που το κατανοούν να σιωπούν») δεν ήταν Μωσαϊκής προέλευσης, ως απόδειξη ότι οι δικές του απόψεις είχαν έγκυρο ιστορικό προηγούμενο.

Η πιο αξιοσημείωτη πτυχή της μομφής ίσως δεν ήταν η έκδοσή της, ούτε η άρνηση του Σπινόζα να υπακούσει, αλλά το γεγονός ότι η αποβολή του Σπινόζα από την Εβραϊκή κοινότητα δεν οδήγησε στον προσηλυτισμό του στον Χριστιανισμό. Ο Σπινόζα κράτησε το Λατινικό (και έτσι έμμεσα Χριστιανικό) όνομα Benedict de Spinoza, διατήρησε στενή σχέση με τους Κολλεγιανούς, μια Χριστιανική αίρεση, μετακόμισε ακόμη σε μια πόλη κοντά στην έδρα των Κολλεγιανών και ετάφη σε Χριστιανικό νεκροταφείο – αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις ή υποψία ότι δέχτηκε ποτέ να βαπτιστεί ή συμμετείχε σε Χριστιανική λειτουργία. Έτσι, από επιλογή του, ο Μπαρούχ ντε Εσπινόζα έγινε ο πρώτος κοσμικός Εβραίος της νεότερης Ευρώπης.

Ο φιλόσοφος Ρίτσαρντ Πόπκιν αμφισβητεί την ιστορική αλήθεια της μομφής, που, όπως υποστηρίζει ο Πόπκιν, αναδείχθηκε σχεδόν 300 χρόνια μετά τον θάνατο του Σπινόζα.