Οι Jesus and Mary Chain το καλοκαίρι στην Ελλάδα!

Τις 8 Ιουνίου η αγαπημένη indie rock μπάντα από την Σκοτία θα παίξει ζωντανά για ακόμη μια φορά, μπροστά στο ελληνικό κοινό, αυτή τη φορά στα πλαίσια του Release Fstival, στην Πλατεία Νερού. Σαν ακροατής τους πρόλαβα προς το τέλος της πρώτης φάσης (και σημαντικότερης) της καριέρας τους. Έστω κι έτσι είναι υπεραγαπημένο συγκρότημα, σε βαθμό που κάποτε, με όλη την ανωριμότητα και την αυθάδεια της νιότης, ονειρευόμουν να κάνω συγκρότημα και να παίζω σαν κι αυτούς (η άλλη επιρροή ήταν οι Sonic Youth – άλλη ιστορία αυτή).

Στην ηλεκτρονική ‘έκδοση της Καθημερινής δημοσιεύτηκε ένα πολύ όμορφο και κατατοπιστικό άρθρο του κ. Δημήτρη Καραϊσκου. Ειλικρινά, είμαι πεπεισμένος πως δεν θα μπορούσα να τα γράψω καλύτερα. Παρότι ο συντάκτης ανακάλυψε τους Jesus νωρίτερα από μένα και είχε διαφορετικές προσλαμβάνουσες από εμένα (πχ το δισκάδικο Pilgrim που αναφέρει, δεν το πρόλαβα, αλλά πρόλαβα τον θρύλο του), παρόλα αυτά αισθάνομαι ότι μιλάει και για μένα.

Επέλεξα, λοιπόν, και το αναδημοσιεύω αυτούσιο. Εξαίρεση αποτελούν οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τη δημοσίευση στον Τοποτηρητή. 

Καλή ανάγνωση!

Του Δημήτρη Καραϊσκου

Βετεράνοι κήρυκες της εμπρηστικής ποπ
Οι Jesus and Mary Chain επιστρέφουν στην Ελλάδα

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 η ανακάλυψη της μουσικής γινόταν είτε μέσω του μουσικού Τύπου είτε σκαλίζοντας δισκοθήκες γνωστών και δισκάδικων. Στην οδό Διδότου, στο κέντρο της Αθήνας, λειτουργούσε ένα από αυτά τα δισκάδικα που μας «μάθαινε μουσική», το Pilgrim, και, εκείνη την περίοδο, πάνω από τις προθήκες των βινυλίων του βρισκόταν κολλημένη στον τοίχο μια μεγάλη αφίσα με μια παράξενη εικόνα: η σκοτεινή σιλουέτα ενός «εσταυρωμένου» στεκόταν κόντρα σε έναν πορτοκαλί, τοξικό αστικό ουρανό, ενώ δύο λεκτικά, εξίσου αινιγματικά με την εικόνα, υπήρχαν πάνω και κάτω της: «Τhe Jesus and Mary Chain» και «Αpril Skies».

Η αφίσα αυτή ήταν προωθητικό υλικό για ένα μάξι σινγκλ από ένα δίσκο του ’87 με τίτλο «Darklands», που περιείχε κομμάτια με τίτλους όπως «Εννιά εκατομμύρια βροχερές μέρες» και που μπορούσε, στα 35 λεπτά της διάρκειάς του, να σε βυθίσει στα σκοτεινά νερά μιας γλυκιάς κιθαριστικής ποπ μουσικής που δεν έμοιαζε καθόλου με αυτήν που ακουγόταν στο ραδιόφωνο ή στις μεγάλες συναυλίες των σταρ της εποχής που γέμιζαν στάδια.

Στην παρθενική ηχογράφηση της ίδιας μπάντας, το «Psychocandy» του 1985, το εξώφυλλο ήταν εξίσου εμπρηστικό: ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι με τα μαύρα γυαλιά που έφερναν στον νου τον Λου Ριντ, τις μεγάλες Rickenbacker κιθάρες και τα κουρέματα που έμοιαζαν με αυτό του Ρόμπερτ Σμιθ των Cure, και τι να σημαίνει άραγε Psychocandy; Ηταν όμως αδύνατον για τα εφηβικά μας αυτιά να καταλάβουν πως αυτός ο δίσκος αποτελούσε ένα μελλοντικό μνημείο σύγχρονης τέχνης.

Ωμή αυθεντικότητα

Τα δύο αδέλφια που τον δημιούργησαν, οι Τζιμ και Γουίλιαμ Ριντ από το γκρίζο Ιστ Κίλμπερν της Σκωτίας, δεν ήξεραν καλά καλά να παίζουν όταν ξεκίνησαν. Κατείχαν ωστόσο την ωμή αυθεντικότητα και το αλάνθαστο καλλιτεχνικό ένστικτο για να ανακατέψουν σοφά τα πρωτόλεια υλικά τους. Οταν τελείωνε το εισαγωγικό «Just Like Honey» (μια μεταμοντέρνα εκδοχή του Φιλ Σπέκτορ που η Σοφία Κόπολα θα έβαζε, λίγα χρόνια μετά, στο παγκόσμιο μέινστριμ, συμπεριλαμβάνοντάς το στο σάουντρακ της ταινίας της «Lost in Translation»), ξεκινούσε με πάταγο ο ήχος μιας ηχητικής ζούγκλας με τίτλο «The Living End». Εκεί η παραμόρφωση της κιθάρας ύφαινε ηλεκτροφόρα μουσικά τοπία που μέσα στις ομίχλες τους αντηχούσε η φωνή ενός καταραμένου νυχτερινού καβαλάρη: «Δραπετεύω μέσα σ’ αυτή τη φεγγαρόφωτη νύχτα και κόβω τον δρόμο σαν ακονισμένο μαχαίρι».

Τα δύο αυτά κομμάτια, παιγμένα το ένα μετά το άλλο –τα δύο πρώτα κομμάτια του πρώτου τους δίσκου (που έγινε χρυσός και το NME ανακήρυξε το 1985 «άλμπουμ της χρονιάς»)– δεν ήταν τίποτε άλλο παρά όλοι οι Jesus and Mary Chain και η διπολική τους φύση: η αξιαγάπητη, γλυκιά αίσθηση του «τέλειου» ποπ τραγουδιού να πηγαίνει χέρι χέρι με ένα αγριεμένο, τρομακτικό ροκ εν ρολ από το μέλλον. Τα τραγούδια των αδελφών Ριντ ήταν ο ήχος εφηβικών ονείρων που σκάνε σαν βεγγαλικά, απραγματοποίητα, πάνω από τις ταράτσες της πόλης, και, στη δική μας πόλη, το 1988, παραλίγο να τους βλέπαμε ζωντανά στο Πεδίον του Αρεως, σε ένα φεστιβάλ που είχε διοργανώσει ο δήμος. Εκεί, δυστυχώς, όταν εμφανίστηκε ο Τζόνι Λίντον των PIL, κάποιοι ανέβηκαν στη σκηνή και άρχισαν να λεηλατούν τα πάντα, με αποτέλεσμα να διακοπεί η συναυλία.

Το 1989 κυκλοφόρησε το τρίτο τους άλμπουμ, το «Automatic», από το οποίο ξεπήδησε ένα χιτ με εκρηκτικό ήχο, το «Blues From A Gun» που –απόλυτα μέσα στο συνηθισμένο ήθος του συγκροτήματος– μπορούσε να είναι ποπ και να προβάλλεται κατά συρροή στο MTV κι όμως, την ίδια στιγμή, οι κιθάρες του να ακούγονται τόσο βαριές που νόμιζες πως θα τρυπήσουν τα ηχεία. Ισως μόνο ο σαμάνος του σύγχρονου ροκ, ο Γκρεγκ Σέιτζ των Wipers, να είχε σμιλεύσει τόσο βαρύ κιθαριστικό ήχο.

Τελικά, τους είδαμε ζωντανά τρία χρόνια μετά, στο θρυλικό Ρόδον. Επαιξαν για ελάχιστη ώρα με τις πλάτες τους γυρισμένες στο κοινό. Αλλωστε, ήταν μια φιλοσοφία τους αυτή, ένας αντιδραστικός, αντικοινωνικός ρόλος που υποδύθηκαν καλά από την αρχή – ακόμη ένα χαρακτηριστικό τους βγαλμένο κατευθείαν από τα ’60s. «Κάνουμε μόνο εικοσάλεπτες εμφανίσεις. Δεν υπάρχει μπάντα που να είναι τόσο καλή ώστε να έχει νόημα να παίξει πάνω από είκοσι λεπτά», είχε πει ο Τζιμ Ριντ, ενώ σε κάποιο σχόλιο στο YouTube, ένας παλιός Αυστραλός φαν τους έχει μια δυσάρεστη ανάμνηση: «Αυτοί οι αλήτες κατέβηκαν από τη σκηνή χωρίς καμία εξήγηση, έχοντας παίξει μόνο δύο κομμάτια».

Από τότε έδωσαν αρκετές συναυλίες στην Αθήνα, στην οποία ξανάρχονται τον προσεχή Ιούνιο, αυτή τη φορά στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας τουρνέ που έχει στον πυρήνα της το «Darklands». Πώς θα μοιάζουν και θα ακούγονται, άραγε, όταν εμφανιστούν στο Release Festival, στις 8 Ιουνίου, στην πλατεία Νερού; Παρακολουθώντας μια πρόσφατη ζωντανή τους εμφάνιση στο γαλλικό κανάλι Arte, τα σημάδια που έχει αφήσει πάνω τους ο χρόνος (και οι χρόνιες καταχρήσεις) είναι φανερά, με επίπονο τρόπο.

Και ενώ η σκηνική παρουσία του Τζιμ Ριντ προδίδει μια εξαναγκασμένη ενηλικίωση, δεν γυρνά ούτε λεπτό την πλάτη του στο κοινό και η μπάντα που τον συνοδεύει είναι δεμένη και μουσικά άρτια. Εξήντα χρόνια ζωής και τριάντα χρόνια μιας μουσικής καριέρας που μοιάζει σαν την ουρανομήκη διαδρομή ενός κομήτη, έρχεται ταυτόχρονα με τίμημα και ανταμοιβές. Η ζωή, νομοτελειακά, προχώρησε και τα εφηβικά όνειρα πληρώθηκαν με ρυτίδες και επιπλέον κιλά. Kαι όμως, από τον πρώτο, άτσαλο και αγριεμένα καινοτόμο ήχο έως τη μελαγχολική ενηλικίωση και την ωριμότητα του σήμερα, η μουσική των Jesus and Mary Chain εκπέμπει μια κοινή, διαχρονική αίσθηση: αυτή τού να βρίσκεσαι στο σκοτάδι, αλλά εκεί να λάμπει ένα κοφτερό και εκτυφλωτικό φως. Oπως το είχε τραγουδήσει ο Τζιμ Ριντ στο «Along Comes Alice», του 1989: «Δεν έχεις τίποτα, κι όμως ταξιδεύεις καβάλα σ’ ένα αστέρι».