Νυχτοπερπατήματα #4 – του Βρασίδα Χατζησαϊα

Ήταν απογοητευμένος. Πάλι δεν τη συνάντησε. Είχε ντυθεί, είχε αρωματιστεί, ήταν, αυτό που λέμε, σενιαρισμένος. Είχε βάλει μάλιστα την πιο κουλ μπλούζα, με τη στάμπα στο στήθος. Ήταν η τρίτη φορά που πήγε στην “Αποθήκη” και εκείνη πάλι δεν εμφανίστηκε. Έφερε μια γύρα τα άλλα στέκια, μήπως την πετύχαινε, όμως τίποτα.

Καθώς πάλευε την έκτη μπίρα, άρχισε να παραδέχεται, επιτέλους, ότι αρκετά είχε ασχοληθεί – καλύτερα, αρκετά έτρεφε ελπίδες. Η τύπισσα δεν τον ήθελε, δεν της έκανε. Γιατί; Έχει σημασία; Καμία. Αν ο άλλος δεν σου τραβάει το ενδιαφέρον, δεν σε αναστατώνει, δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει κάτι. Σκληρό; Σίγουρα, αλλά, εδώ που τα λέμε, αυτό ισχύει για όλα τα πλάσματα. Ευκαιρία να γράψω καινούργιο τραγούδι, σκέφτηκε και παρήγγειλε την έβδομη μπίρα.

Κάμποση ώρα αργότερα είχε χάσει το μέτρημα στις μπίρες. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μάικ που δούλευε στο μπαρ εκείνο το βράδυ, τον είχε ποτίσει ένα σωρό σφηνάκια δικής του επινόησης. Η κατάσταση είχε ξεφύγει. Τα πράγματα γύρω του τα έβλεπε να περιστρέφονται. Τα χρώματα έτειναν σε αποχρώσεις σκληρού κόκκινου, ενώ εκεί όπου έπεφταν τα φώτα, διακρίνονταν μικρά σωματίδια σκόνης αιωρούμενα. Από την άλλη, η μουσική, ενώ έπαιζε με την ένταση τέρμα, στα αυτιά του έφτανε υπόκωφη, λες και έπαιζε σε κάποιο άλλο δωμάτιο, πολύ μακριά, σε κόσμους και πλανήτες μακρινούς, σε άλλους γαλαξίες. Όλα αυτά τα ουράνια σώματα τα έβλεπε ακίνητα και μεγαλειώδη. Απότομα κι ολότελα απροσδόκητα άρχισαν να περιστρέφονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, και να σχηματίζουν μια γαλακτώδη δίνη που απειλούσε να ρουφήξει τα πάντα.

Με απορία, αλλά και φόβο, έβλεπε όλους όσους βρίσκονταν στο μπαρ να στέκονται ο καθένας στη μεριά του, στην παρέα του πίνοντας, καπνίζοντας και χαζογελώντας, λες και δεν συνέβαινε τίποτα. Ξαφνικά ένιωσε να τον θέτει σε κίνηση μια δύναμη, σκυμμένο, με το κεφάλι να βλέπει το πάτωμα που έφευγε πίσω από τα πόδια του. Έφτασε στην πόρτα της τουαλέτας, η πόρτα άνοιξε, έσκυψε το κεφάλι του πάνω στην χέστρα, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι, και ό,τι είχε μέσα του, χύθηκε στη λεκάνη της τουαλέτας. Λίγα λεπτά αργότερα ο Μάικ, ο μπάρμαν του είπε “Πω ρε φίλε, κώλος έγινες! Καλύτερα τώρα; Έλα να πιεις νερά, είσαι αφυδατωμένος”.

Αφού κατέβασε όλη την κανάτα, πλήρωσε και έφυγε για το σπίτι. Στον δρόμο πήγαινε με οχτάρια, ευτυχώς δεν υπήρχε ψυχή, άλλωστε πέντε τα ξημερώματα μόνο αδέσποτα κυκλοφορούσαν. Φτάνοντας στην εξώπορτα του σπιτιού του, ταλαιπωρήθηκε μέχρι να βρει το σωστό κλειδί και μέχρι να καταφέρει να το βάλει στην κλειδαριά. Το ίδιο πρόβλημα τον ταλαιπώρησε και στην πόρτα του διαμερίσματος· έφτυσε κάμποσες βρισιές ώσπου, επιτέλους, κατάφερε και μπήκε. Όπως ήταν, ντυμένος και με τ’ αθλητικά στα πόδια, σωριάστηκε μπρούμυτα στον καναπέ και αμέσως άρχισε να ροχαλίζει. Κοιμήθηκε βαθύ ύπνο, δίχως όνειρα, μέχρι αργά το μεσημέρι. Καλά πήγε.

Βρασίδας Χατζησαϊας