Ναζίμ Χικμέτ (15 Ιανουαρίου 1902 – 3 Ιουνίου 1963)

«Η πιο όμορφη θάλασσα»
Να γελάσεις απ’ τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει.
Τα πιο όμορφα παιδιά
δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα.
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα.

Κι αυτό που θέλω να σου πω,
το πιο όμορφο απ’ όλα,
δε σ’ τό ‘χω πει ακόμα.
~
Μτφ. Γιάννης Ρίτσος

Ο Ναζίμ Χικμέτ (Nâzım Hikmet Ran, Θεσσαλονίκη, 15 Ιανουαρίου 1902 – Μόσχα, 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 61 ετών.

Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με παραδοσιακό μέτρο, ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε κυρίως από τον Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από τον συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής ανέκτησε την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Το αυτοβιογραφικό του έργο Οι ρομαντικοί μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Κώστα Κοτζιά (“Θεμέλιο”)

πηγή: Χικμέτ, Ναζίμ – Ποιήματα (poiimata.com)

«Μονάκριβή μου»

 
Μονάκριβή μου ἐσὺ στὸν κόσμο
μοῦ λὲς στὸ τελευταῖο σου γράμμα:
«πάει νὰ σπάσει τὸ κεφάλι μου, σβήνει ἡ καρδιά μου,
Ἂν σὲ κρεμάσουν, ἂν σὲ χάσω θὰ πεθάνω».

Θὰ ζήσεις, καλή μου, θὰ ζήσεις,
Ἡ ἀνάμνησή μου σὰν μαῦρος καπνὸς
θὰ διαλυθεῖ στὸν ἄνεμο.
Θὰ ζήσεις, ἀδελφή με τὰ κόκκινα μαλλιὰ τῆς καρδιᾶς μου
Οἱ πεθαμένοι δὲν ἀπασχολοῦν πιότερο ἀπό ῾να χρόνο
τοὺς ἀνθρώπους τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα.

Ὁ θάνατος
Ἕνας νεκρὸς ποὺ τραμπαλίζεται στὴν ἄκρη τοῦ σκοινιοῦ
σὲ τοῦτον ῾δῶ τὸ θάνατο δὲν ἀντέχει ἡ καρδιά μου.
Μὰ νά ῾σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,
ἂν τὸ μαῦρο καὶ μαλλιαρὸ χέρι ἑνὸς φουκαρᾶ ἀτσίγγανου
περάσει στὸ λαιμό μου τὴ θηλειὰ
ἄδικα θὰ κοιτᾶνε μὲς στὰ γαλάζια μάτια τοῦ Ναζὶμ νὰ δοῦν τὸ φόβο.
Στὸ σούρπωμα τοῦ στερνοῦ μου πρωινοῦ
θὰ δῶ τοὺς φίλους μου καὶ σένα.
Καὶ δὲ θὰ πάρω μαζί μου κάτου ἀπὸ τὸ χῶμα
παρὰ μόνο τὴν πίκρα ἑνὸς ἀτέλειωτου τραγουδιοῦ.

Γυναίκα μου
Μέλισσά μου μὲ τὴ χρυσὴ καρδιὰ
Μέλισσά μου μὲ τὰ μάτια πιὸ γλυκὰ ἀπ᾿ τὸ μέλι
Τί κάθησα καὶ σοῦ ῾γραψα πὼς ζήτησαν τὸ θάνατό μου.

Ἡ δίκη μόλις ἄρχισε
Δὲν κόβουν δὰ καὶ στὰ καλὰ καθούμενα ἔτσι τὸ κεφάλι
ὅπως ἕνα γογγύλι.
Ἔλα, ἔλα, μή μου σκᾶς
Αὐτὰ εἶναι μακρινὰ ἐνδεχόμενα.
Ἂν ἔχεις τίποτα λεφτὰ
Ἀγόρασέ μου ἕνα μάλλινο σώβρακο
Μοῦ μένει ἀκόμα κείνη ἡ ἰσχιαλγία στὸ πόδι

Καὶ μὴν ξεχνᾶς πὼς ἡ γυναίκα ἑνὸς φυλακισμένου
Δὲν πρέπει νά ῾χει μαῦρες ἔγνοιες.
~
 Μτφ. Γιάννης Ρίτσος