Με πήγε αίμα – του Νυχτοκρώλη

Α μωρ’καμάρ,…ξέρω χάθ’καμαν,…έτσ’καν’ ο κόσμος θαμ’πεις και θαχ’ς δίκιο αδερφούλημ’

Έπηξα στη δουλειά. Πέρναν για καφέ απ’τ’ς παραλίες, Κυανή Ακτή κι από ενοικιαζόμενα ερμπιενμπι, λύσσαξανε! Και πολύ βιπέ έπαιξε. Αλήθεια σ’λέω μου σ’κώσαν’τ’ζούρλια, και πολύ άργησες και νυχτώσαμε κλπ. Αδερφέ, πήγα να του πω, αφού πληρώνεις το δωμάτιο τη μέρα 100 ευρώ, ζήτα απ’αυτόν που στο νοικιάζει τον καφέ, να τ’κάνεις αυτουνού παράπονα, όχ’ να τα ‘κούω ‘γω, ‘ντάξ’;

Αδελφούλη, δεντη μπαλεύω άλλο, έπηξα. Θα βγω ταμείο να ησυχάσω δυο τρεις μήνες να στανιάρω και μετά ξαναπιάνω δουλειά. Ναι είναι ξηγημένο το αφεντικό. Πώς το ξέρω; Πού θα βρει άλλο θύμα να δουλεύ’ντελίβερι για πέντε κατοστάρικα, τέσσερις ώρες δηλωμένες και τις υπόλοιπες μαύρα; Εμ, έτσι πάει!

Άσε δε βγήκα καθόλου βράδυ, όλο τον Αύγουστο με πήγε αίμα και το βράδυ έπεφτα σέκος, Εμ, 45 πατημένα φίλος, τι με πέρασες, παιδάκ’ να τα σπάω και το πρωί κατευθείαν απ’το μπαράκι στη δουλειά; Πάν’αυτά! ..’εγαμιέται, καλά είναι κι έτς, θα βγω το χειμώνα τι πειράζ’;. Καλύτερα, να φύγ’νε οι τουρίστες να ησυχάσ’ το κεφαλάκι μας. 

Δε θα κάτσω αδερφέ για καφέ, σκαστός είμαι, από παραγγελία γυρνάω. Μην αγχώνεσαι, τώρα θα τα λέμε όπως πριν.

Άντε γεια!