…μεγάλες κουβέντες.

– Είσαι ευτυχισμένη;

– Ξέρεις κανέναν που να είναι; Αλλά κάτσε λίγο, τι εννοείς “ευτυχισμένη”; Να νιώθω πλήρης; Να μην συννεφιάζει η ψυχή και η όψη μου; Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Επιτρέπω στον εαυτό να φαντασιώνεται ότι, τάχα επειδή έχω διαβάσει πέντε δέκα βιβλία, έχω καταλάβει το μάταιο της ύπαρξης, την αυταπάτη της πνευματικής ελευθερίας (για οικονομική ανεξαρτησία πάει καιρός που δεν…)· και άρα, αντιλαμβάνομαι ότι η ματαίωση είναι μονόδρομος, μιας και ακόμα κι αν πετύχεις κάποιον στόχο, μένεις με την χλιαρή αίσθηση τύπου “αυτό ήταν όλο”. Ευτυχώς, μου κόβει τόσο, όσο να γνωρίζω ότι και όσοι άνθρωποι, είναι, δήθεν, απαίδευτοι και, δήθεν, απροβλημάτιστοι, ξέρουν πολύ καλά τι τους γίνεται. Γνωρίζουν ότι τα παιχνίδια της μοίρας είναι όλα “σικέ και μιλημένα”1.

– Άρα, δεν πιστεύεις στην ευτυχία;

– Το αντίθετο. Πιστεύω αναγκαστικά. Αλλιώς δεν θα τα βγάλω πέρα. Έχω ανάγκη να πιστεύω στην ευτυχία, για να παίρνω κουράγιο. Απλά είναι κάποιες φορές που δεν την παλεύω, καθόλου. Νιώθω ότι έχω μαζέψει υπερβολικά πολύ νερό στην καμπούρα μου. Τόσο που νιώθω ότι θα πνιγώ. Και άντε μετά να πείσεις τα τσογλάνια ότι δεν πήγα από πέσιμο ή από χέσιμο.

Πουλχερία Βουλγαροκτόνου

“Ηλικιωμένη γυναίκα που διαβάζει” του Ρέμπραντ

1Στίχος παλιού τραγουδιού του Ορφέα Περίδη, δεν μπορώ να θυμηθώ τον τίτλο του.