Μανιφέστο για την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

Οι ποιητές είναι άνθρωποι με λοξή ματιά απέναντι στα πράγματα· λοξή την λένε οι “άλλοι”.

Είναι άνθρωποι που δεν ησυχάζουν ποτέ. Πάντα κάτι τους τρώει, γι’ αυτό γράφουν, επειδή “δεν την παλεύουν”.

Είναι άνθρωποι μοναχικοί, ζουν καλύτερα μόνοι, με τις σκέψεις, τα όνειρα και τις φαντασιώσεις τους.

Είναι σαν το Άλμπατρος που περιγράφει ο Μποντλέρ, όταν βρίσκονται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους, στον κοινωνικό περίγυρο· νιώθουν – και είναι – έξω από τα νερά τους και φέρονται αδέξια.

Είναι άνθρωποι αυτοαναφορικοί. Δεν υπάρχει καλλιτέχνης και λογοτέχνης που να μην είναι αυτοαναφορικός, όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, κάνει μεγάλο λάθος.

Είναι σαν εκείνον στην παραβολή του σπηλαίου του Πλάτωνα, που έσπασε τις αλυσίδες και βγήκε στο φως. Ζαλίζεται από τον ήλιο στη αρχή, ύστερα βλέπει τα πράγματα στην αληθινή τους μορφή, αλλά όταν γυρνάει στην σπηλιά και λέει στους άλλους τι είδε και πως ό,τι βλέπουν είναι μια απάτη, οι άλλοι δυσπιστούν, τον χλευάζουν και, μερικές φορές θέλουν να του κάνουν κακό.

Δεν είναι όλοι αληθινοί. Υπάρχουν πολλοί απατεώνες και αγύρτες. Πώς τους ξεχωρίζεις; Όταν καταλαβαίνεις ότι επιδιώκουν αξιώματα, αυτό είναι ασφαλές κριτήριο ότι είναι κάλπηδες.

Να τους σέβεσαι τους ποιητές. Υποφέρουν ασταμάτητα.

Στην αρχαιότητα τους λέγαν δασκάλους.

Και οι φιλόσοφοι ποιητές είναι.

Οι ποιητές μάς κάνουν την ζωή πιο όμορφη, σαν όνειρο, κι ας γράφουν λυπηρά.

Το σύνθημα του Μάη του ‘68 “Η φαντασία στην εξουσία” είναι ύμνος στην ποίηση.

Ο ποιητής ποιεί· επομένως είναι ο κατ’ εξοχήν δημιουργός.

Να διαβάζεις ποίηση. Κάνει μονάχα καλό. Ας μην καταλαβαίνεις, δεν είναι ζητούμενο να καταλάβεις. Μόνο να αισθανθείς. Ακόμα και ενόχληση να αισθανθείς, αυτό σημαίνει ότι το ποίημα πέτυχε· ένιωσες κάτι, άρα βγήκες από την απάθεια και – το σημαντικότερο – ξεβολεύτηκες.

Ζήτω η ποίηση!

Κώστας Μαζιώτης

Άλμπατρος

Συχνά για να περάσουνε την ώρα οι ναυτικοί
αλμπατρος πιάνουνε, πουλιά μεγάλα της θαλάσσης,
που ακολουθούνε σύντροφοι, το πλοίο, νωχελικοί
καθώς γλιστράει στου ωκεανού τις αχανείς εκτάσεις.

Και μόλις στο κατάστρωμα του καραβιού βρεθούν
αυτοί οι ρηγάδες τ’ ουρανού, αδέξιοι, ντροπιασμένοι,
τ’ αποσταμένα τους φτερά στα πλάγια παρατούν
να σέρνονται σαν τα κουπιά που η βάρκα τα πηγαίνει.

Πώς κείτεται έτσι ο φτερωτός ταξιδευτής δειλός!
Τ’ ωραίο πουλί τι κωμικό τι αδέξιο που απομένει!
Ένας τους με την πίπα του το ράμφος του χτυπά
κι άλλος, χωλαίνοντας, το πώς πετούσε παρασταίνει.

Ίδιος με τούτο ο Ποιητής τ’ αγέρωχο πουλί
που ζει στη μπόρα κι αψηφά το βέλος του θανάτου,
σαν έρθει εξόριστος στη γη και στην οχλοβοή
μέσ’ στα γιγάντια του φτερά χάνει τα βήματα του.

Σαρλ Μπωντλαίρ

μτφρ. Αλέξανδρος Μπάρας (1906-1990)