Κωνσταντίνος Π. Καβάφης. (29 Απρίλη 1863 – 29 Απρίλη 1933)

Απ’ τες εννιά-

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ΄ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω.
και χωρίς να μιλώ. Με ποιονα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή – τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδολον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε τα λυπητερά.
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.