Δυο ποιήματα για την Κυριακή 9

“Οι νικημένοι της ζωής”

Ένας στρατός, το χάραμα, περνούσε.
κανείς δεν ξέρει κατά πού κινούσε.
η μέρα, μόλις πρόβαλε δειλά:
περήφανο το βήμα, φως το μάτι,
τραγούδια στην ψυχή, χαρά γιομάτοι,
-και τ’ ασημένια μέτωπα ψηλά!

Κανείς δεν ξέρει κατά πού κινούσε.
περήφανα κι αγέρωχα περνούσε,
με μάτια που τα φλόγιζε η χαρά!
Κι όπως το φως ανάδινε από πέρα,
θαρρείς, τα πεπρωμένα του, στη μέρα,
φαινόσανε, κι εκείνα, καθαρά…

Περνούσε, και τραβούσε, μες στα πλήθη
και μιαν ευχή δονούσε όλα τα στήθη,
πάντα να ζει, και πάντα να νικά!
Μονάχα εμείς στεκόμαστε, θλιμμένοι
-εμείς, εμείς, της ζωής οι νικημένοι,
με τα βασιλεμένα ιδανικά…

Κι εμείς, ένα πρωί, είχαμε κινήσει,
μόλις ο κάμπος είχε κοκκινήσει,
με μάτια που τα φλόγιζε η χαρά,
κι όλοι γεροί, κι αγέρωχοι, σαν Κροίσοι,
-μα τα μεσάνυχτα, είχαμε γυρίσει,
με καταματωμένα τα φτερά…

“Ένα τραγούδι της αυγής”

Δροσοσταλίδες ήμερες, βαλτές πάνου στα κρίνα,
σα χίλιες διαμαντόπετρες, μες στη γλαρήν αυγή.
πουλάκια πρωτοξύπνητα, που λαχταράν, κι εκείνα,
πότε να τρέξει του φωτός η αστείρευτη πηγή.

άρρητα ανθακια σύχαρα, μες στο δροσό λουσμένα,
ευωδερά και φλογερά, με τη γλυκιά θωριά.
φαιδρά νεράκια, που ξυπνάν και, μισοκοιμισμένα,
παίρνουν το δρόμο, βιαστικά, προς την κατηφοριά.

χιονάτα αρνάκια, που λακάν ολόχαρα απ’ τη στάνη,
και πηλαλάν κουδουνιστά, μες στο λευκό στρατί.
κλώνοι των δέντρων, άλλοι φως, και φλόγα, και στεφάνι,
κι άλλοι γερμένοι και βουβοί, και σα γονατιστοί:

ας ήταν έτσι, σήμερα, με τόση απαλοσύνη,
με τόσα ρόδα, τόσο φως, και τόσες ευωδιές,
να ‘χε μιλήσει της αυγής η μάνα καλοσύνη,
σ’ όλες τις σκέψεις τις κακές, και σ’ όλες τις καρδιές…

Ναπολέων Λαπαθιώτης
(1888 – 1944)