Δυο ποιήματα για την Κυριακή 8

«Η συναυλία των γυακίνθων»

VII
Συγκίνηση.
Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά
Πάνω στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο.
Πριν απ’ τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα –
τις χίμαιρες! Η ώρα είναι ρευστή
κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη.
Συλλογίζομαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά.
Που αγαπούν το φως κάτω απ’ τα βλέφαρα,
που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος
άγρυπνοι μελετούνε τ’ ανοιχτά τους χέρια.
Και θέλω να κλείσω τους κύκλους
που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα,
να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό
για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους λόγος άλλος.
Μίλησε μου• αλλά μίλησε μου για δάκρυα.

«Δώρο Ασημένιο Ποίημα»

Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά και πως η γλώσσα
που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Aφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλ-
λαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους και-
ρούς της λύπης και της εξορίας

Kι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδο-
χικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και
βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή
και δίνεις λόγο

Σ’ ένα πλήθος Eξουσίες ξένες μέσω της δικής σου
πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι
που μπορεί να ‘ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε
παιδιά και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους
άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Oπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι
τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.

Οδυσσέας Ελύτης

(1911 – 1996)