Δυο ποιήματα για την Κυριακή 4

«Ερείπια της Παλμύρας»

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν.

Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα
Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά, γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά – απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου

«H εποχή των σπηλαίων»

Ξαφνικά διαπιστώνεις πως απόμεινες μόνος
Απαριθμείς τους φίλους σου πόσοι πεθάναν
Πόσοι αποτραβηγμένοι στα σπίτια τους άλλοι
Χαμένοι στην καθημερινή τύρβη πιασμένοι
Στη μέγγενη σηκώνουν τα χέρια νιώθεις πια
Την ανάγκη να ξαναπροσφύγεις στην ποίηση
Που απαρνήθηκες πριν τόσα χρόνια να σε δονήσει
Πάλι το γνώρισμο σπαρτάρισμα των λέξεων μέσα
Στο αίμα σου πριν ξεχυθούν για το παιχνίδι
Των συναρμολογήσεων τώρα που βρίσκεσαι
Πάνω κι έξω απ’ τα πάθη τώρα που οι πόλεις
Γίνονται κάθε μέρα όλο και πιο απάνθρωπες
Άγρια θηρία κυκλοφορούν στους δρόμους ο αέρας
Σάπιος τρέχεις κυνηγημένος για το σπίτι

Εκεί κλείνεις πόρτες κλείνεις παράθυρα κλείνεις
Τ’ αυτιά σου και το στόμα σου φοράς την προβιά
Και στρώνεσαι όλη νύχτα στο παιχνίδι της μνήμης.

Κλείτος Κύρου