Δυο ποιήματα για την Κυριακή 3

“Τόσο ανεπαίσθητα”

Τόσο ανεπαίσθητα σαν μια μικρούλα λύπη
Το Καλοκαίρι έσβησε ως παρουσία
Τόσο ανεπαίσθητα που από κοντά μας λείπει,
Χωρίς να φαίνεται πως έχει κάνει προδοσία.
Παντού σκορπίστηκε σιωπή, παντού γαλήνη,
Σαν ξαφνικά το σούρουπο μεγάλο να ’χει αρχίσει
Σαν να θέλει ασυντρόφευτη να μείνει
Σε δείλι απόμακρο, μονάχη της η φύση.
Νωρίς το σύθαμπο την θέση του έχει πάρει
Το πρωινό θολές ανταύγειες ξετυλίγει
Με ευγενική και όλο μελαγχολία χάρη,
Σαν επισκέπτης που ετοιμάζεται να φύγει.
Κι έτσι χωρίς φτερά, κουπιά, χωρίς τιμόνι
Σ’ ονειρική, παραμυθένια τρυφεράδα
Το Καλοκαίρι με αναμνήσεις μας φορτώνει
Και φεύγει Θείο, στην στερνή του Ομορφιά.

Έμιλυ Ντίκινσον

“Εμείς οι λίγοι”

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελλοί της γης

Με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.

Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.

Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες στο αίμα μας

Κι ολούθε μας κυνηγά το όραμα του απείρου.

Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.

Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία τού είναι μας

Κι σ’ όλους με τους έρωτες αυτής αγαπούμε.

Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι κι οι μεγάλοι αρνητές.

Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο κι δεν είμαστε τίποτα απ’

Αυτόν τον κόσμο

Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά κι οι νύχτες μας ένα πέλαγο.

Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

Λένα Τσούχλου