Δυο ποιήματα για την Κυριακή 2

Σκάκι, I

Συγκεντρωμένοι οι παίχτες νύχτα-μέρα

καθοδηγούν αδιάφοροι τα πιόνια.

Δυο χρώματα που αντιμάχονται αιώνια

κλείνει στα όριά της η σκακιέρα.

Τα ευκίνητα άλογα, οι αξιωματικοί,

μια πάνοπλη βασίλισσα, πύργοι ομηρικοί

κι οπλίτες, τον βασιλιά πλαγιοκοπούν

επίμονοι και στα μετόπισθεν τον πολιορκούν.

Ακόμα και όταν θα αποσυρθούν οι παίχτες,

από του χρόνου τη ροή εξαντλημένοι,

η δράση συνεχίζεται, επιμένει.

Αυτή η παρτίδα στην Ανατολή έχει ανάψει

τη γη ολόκληρη το δίχτυ της κυκλώνει.

Μα ούτε η μια ούτε η άλλη μάχη τελειώνει.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986)

Χωρίς Τίτλο

Τίποτα στον κόσμο

Δεν μού ‘δωσε τόση χαρά

Όσο οι παιδικές ονειροφαντασίες

Που ηχούν στη φτωχή μου μνήμη.

Στ’ αυτιά μου αντιλαλεί

Του κόσμου ο σάλαγος, αλλά εγώ ακούω μόνο

Σαν θρόισμα απαλό, σαν βήμα ανάλαφρο –

Τη φωνή της σιγής μου.

Άνοιξα και μπήκα στο γυάλινο σπίτι

Με μια λευκή πεταλούδα στο χέρι

Μιλώντας μια γλώσσα ακατάληπτη

Ακόμα και για μένα τον ίδιο.

Πάνω στο χιόνι κείτεται τώρα η πεταλούδα,

Βασανίζει το δόλιο μυαλό μου –

Και τα λόγια χαθήκαν, τίποτα δεν θυμάμαι.

Μόνο ένας απόηχος έμεινε στ’ αυτιά μου.

Αρσένι Ταρκόφσκι (1907-1989)