Δαιμονογραφία

Δεν φταίει εκείνος που είναι τενεκές ξεγάνωτος και απαίδευτο γομάρι. Τόσο μπορεί και ως εκεί φτάνει. Ούτε να τον κατηγορούμε που γεννήθηκε από φραγκάτα κάκαλα. Αν έχεις τύχει διάβαινε και τα ρέστα. Δύο πράγματα ενοχλούν πάνω του: ότι είναι χωμένος ς’ όλα μέσα και – το κυριότερο – πατάει ταυτόχρονα σε πολλές βάρκες· και δεν πέφτει με τίποτα, δεν πα’ να φυσάνε μποφόρ τρελά, εκείνος βράχος σωστός που παλαντζάρει με μαεστρία απίστευτη.

Πίνει, όμως. Πίνει…του δίνει και καταλαβαίνει. Μέρα νύχτα, δεν έχει σημασία, θα τον δεις, άμα έχει βρει παρέα σε μαγαζί με τσιπουροκατάσταση, θα φύγει μετά από ώρες με βήματα που κάνουν οχτάρια. Σαν εκείνον τον γέρο, που ’ναι μονίμως λιάρδα κι έχει γίνει μια κοκκινωπή μάζα σιτεμένου πλισέ φατσοκρέατος στη μούρη. Αν τύχει και είναι ξεμέθυστος, είναι όλο “ευλογία Κυρίου” και “ό,τι πει ο Πανάγαθος, μόνο εκείνος ξέρει”. Φυσικά και ξέρει, αλλά τι να τον κάνει; Να του ρίξει φωτιά να τον κάψει, θα πω εγώ, όπως και όλους τους άλλους σαν τα μούτρα του. Αλλά πιο πολύ εκείνους τους σενιαρισμένους ευυπόληπτους πολίτες που στέκουν καμαρωτοί στις σειρές των επισήμων, κάνουν μεγάλους σταυρούς, είναι χεσμένοι στο τάλιρο – γιατί αν όχι αυτοί, τότε ποιοι; Επίσης, εκείνους που το παίζουν παράγοντες, είναι μέσα ς’ όλα και τα καινούργια τους ρουθούνια είναι εικοσιτεσσάρων καρατίων, ενώ για να την βρει η πλέμπα, πέφτει στην ανάγκη του αλβανικού ή του κατουρημένου γύφτικου, ή σπάνια σε mdma, ποιος ξέρει τι διαλογής.

Βλέπεις, και τα γούστα έχουν ταξικότητα. Δεν είναι για όλους το αυγοτάραχο. Άλλα στέκια έχει η καλή κοινωνία, και άλλα το προλεταριάτο. Βέβαια, από την μπουρζουαζία ξεπήδησαν κάτι καινούργια φυντάνια που για να γίνουν, πάνε σε στέκια που κάποιοι τα βαφτίσανε επαναστατικά – όνομα και μη χωριό ποια στέκια είναι αυτά. Αυτά τα φυντάνια που λέμε, είναι οι φασαίοι, αλλά ακόμα έχω πολλά κενά σχετικά με τη συνομοταξία τους, επιφυλάσσομαι πάντως…

Ματθίας Εικονοκλάστης