Για την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Πρίμο Λέβι, επιζήσαντα του Άουσβιτς-Μπίρκεναου, με τίτλο “Αν αυτό είναι ο άνθρωπος”

“Τότε, για πρώτη φορά συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβριν, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. Πιό κάτω δεν γίνεται να πάμε: δεν μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πιά δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας, εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκουγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και τ’όνομα μας, κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ΄ αυτό να σώσουμε κάτι από μάς, απ’ αυτό που υπήρξαμε”.

“Ταξιδέψαμε ως εδώ μέσα σε σφραγισμένα βαγόνια, είδαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας να τους καταπίνει το σκοτάδι, σκλάβοι πηγαινοερχόμαστε χιλιάδες φορές στην βουβή δουλειά, νεκροί στην ψυχή πριν τον ανώνυμο θάνατο. Δεν θα ξαναγυρίσουμε. Κανείς δεν πρέπει να βγει από δω, κανείς που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μαζί με το χαραγμένο στην σάρκα του νούμερο τη δυσοίωνη είδηση του τι κατάφερε να κάνει άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς”.

“Ναι,είμαστε σκλάβοι, στερημένοι κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή,αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο, αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθένος γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας. Και γι’ αυτό πρέπει να πλένουμε το πρόσωπο, έστω και χωρίς σαπούνι και με βρώμικο νερό και να σκουπιζόμαστε με τη ζακέτα.Να βάζουμε γράσο στα παπούτσια, όχι επειδη το επιβάλλει ο κανονισμός, αλλά από αξιοπρέπεια και ευπρέπεια. Πρέπει να περπατάμε ευθείς, χωρίς να σέρνουμε τα πόδια μας, όχι χάριν της πρωσικής πειθαρχίας, αλλά για να μείνουμε ζωντανοί, για να μην πάρουμε το δρόμο που οδηγεί στο θάνατο.»

“Σιγά-σιγά απλώνεται σιωπή και τότε,από την κουκέτα μου στον τρίτο όροφο,βλέπω και ακούω τον γέρο Κουν να προσεύχεται δυνατά, με τον μπερέ στο κεφάλι, κουνώντας βίαια το στήθος του. Ο Κουν ευχαριστεί τον Θεό γιατί γλίτωσε από την επιλογή. Ο Κουν είναι παράλογος. Δεν βλέπει στη διπλανή κουκέτα τον Μπέπο τον έλληνα που είναι εικοσιδύο χρόνων και μεθαύριο θα πάει στον θάλαμο αερίων και το ξέρει και μένει ξαπλωμένος με το βλέμμα καρφωμένο στη λάμπα χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να σκέφτεται πλέον τίποτα; Δεν καταλαβαίνει ότι αυτό που συνέβη σήμερα είναι μια Ύβρις που καμιά προσευχή δεν μπορεί να την εξευμενίσει, καμία συγχώρεση, καμία εξιλέωση των ενόχων, τίποτα από όσα είναι στη δύναμη του ανθρώπου δεν μπορούν να την επανορθώσουν; Εάν ήμουν Θεός, θα έφτυνα στη γη την προσευχή του Κουν”

“Όταν βρέχει θέλουμε να κλάψουμε.Είμαστε τυχεροί, γιατί σήμερα δεν φυσά. Παράξενο, κατά κάποιο τρόπο έχουμε πάντα την αίσθηση ότι η τύχη είναι στο πλευρό μας, ότι κάποιο περιστατικό, ασήμαντο ίσως, μας συγκρατεί όταν φτάνουμε στο χείλος της απελπισίας και μας χαρίζει τη ζωή. Βρέχει, αλλά δεν φυσά. Ή βρέχει και φυσά:αλλά ξέρεις ότι αυτό το βράδυ σου αναλογεί συμπληρωματική μερίδα σούπας και έτσι σήμερα έχεις τη δύναμη να αντέξεις ως το βράδυ. Ή βρέχει,φυσά και πεινάς, αλλά και τότε, αν πραγματικά αισθάνεσαι πως υπάρχουν μόνο η θλίψη και η μονοτονία και νομίζεις ότι έφτασες στον πάτο, τότε, αν θέλεις, οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να πέσεις πάνω στο συρματόπλεγμα ή κάτω από τους τροχούς των τρένων και τότε θα σταματούσε να βρέχει”

“25 Ιανουαρίου: Ήρθε η σειρά του Σομόγκυ. Ήταν Ούγγρος, χημικός, στα πενήντα, ψηλός, αδύνατος, σιωπηλός. Όπως και ο Ολλανδός, ανάρρωνε από τύφο και οστρακιά. Σ’αυτά προστέθηκε και κάτι άλλο: εμφάνισε υψηλό πυρετό. Εδώ και πέντε μέρες δεν μίλησε καθόλου. Εκείνη μόνο την ημέρα είπε με σταθερή φωνή:

– Έχω μια μερίδα ψωμί κάτω από το στρώμα μου. Μοιραστείτε την εσείς οι τρεις. Εγώ δεν θα ξαναφάω.

Δεν είπαμε τίποτα αλλά δεν αγγίξαμε το ψωμί. Το μισό του πρόσωπο έχει πρηστεί. Για όσο είχε συνείδηση, διατήρησε την άγρια σιωπή του.

Αλλά το βράδυ και για όλη τη νύχτα και για δύο μέρες ασταμάτητα, η σιωπή έσπασε από ντελίριο. Παραδομένος σε ένα τελευταίο, ατέλειωτο όνειρο σκλαβιάς και υποταγής, άρχισε να μουρμουρίζει ‘’jawohl’’ σε κάθε ανάσα σταθερά και κανονικά σαν μηχανή,’’jawohl’’ σε κάθε κίνηση του δύστυχου θώρακά του, χιλιάδες φορές, μέχρι που να επιθυμείς να τον τραντάξεις, να τον πνίξεις ή να τον αναγκάσεις να αλλάξει λέξη. Τότε, για πρώτη φορά κατάλαβα πόσο κοπιαστικός είναι ο θάνατος του ανθρώπου”

“Tον περασμένο μήνα ένα από τα κρεματόρια του Μπίκερνάου ανατινάχτηκε. Κανείς μας δεν ξέρει(και ίσως κανείς ποτέ δεν θα μάθει)πώς ακριβώς πραγματοποιήθηκε η ανατίναξη: λένε ότι είναι έργο του sonderkommando, του ειδικού κομάντο για τους θαλάμους αερίων και τους φούρνους και του οποίου τα μέλη εξοντώνονται και αυτά περιοδικά. Το γεγονός είναι ότι στο Μπίκερναου, περίπου εκατό σκλάβοι, ανυπεράσπιστοι και εξαντλημένοι όπως εμείς, βρήκαν τη δύναμη να δράσουν, να ωριμάσουν τους καρπούς του μίσους τους.

Ο άντρας που σήμερα θα πεθάνει μπροστά μας βοήθησε με κάποιον τρόπο την εξέγερση. Λέγεται ότι είχε σχέσεις με τους εξεγερμένους του Μπίκερνάου, ότι έφερε όπλα στο στρατόπεδο μας και ότι υποκινούσε μια ταυτόχρονη ανταρσία ανάμεσά μας. Σήμερα θα πεθάνει μπροστά στα μάτια μας. Ίσως οι Γερμανοί δεν θα καταλάβουν ότι ο μοναχικός θάνατος, ο ανθρώπινος θάνατος που του δόθηκε θα του χαρίσει δόξα και όχι ντροπή.

Όταν τελείωσε το λόγο του ο Γερμανός, λόγο που κανένας δεν κατάλαβε, ακούστηκε ξανά η βραχνή φωνή:”Habt ihr verstanden?”(καταλάβετε;)

Ποιός απάντησε ”jawohl”?. Όλοι και κανένας:ήταν σαν η καταραμένη υποταγή μας να ενσαρκώθηκε από μόνη της, σαν να μετατράπηκε σε μια συλλογική φωνή πάνω από τα κεφάλια μας. Αλλά όλοι άκουσαν την κραυγή του ετοιμοθάνατου που διαπέρασε το ακατανίκητο τείχος της αδράνειας και της υποταγής και συγκλόνισε τη ζωντανή ανθρώπινη ουσίας μέσα μας:

“Kameraden,ich bin der Letzte”(Σύντροφοι,εγώ είμαι ο τελευταίος)”

Θα ευχόμουν να μπορούσα να διηγηθώ ότι μέσα από αυτό το ελεεινό κοπάδι ακούστηκε μια φωνή, ένα μουρμουρητό, ένα σημάδι επιδοκιμασίας. Όμως τίποτα δεν συνέβη. Μείναμε ακίνητοι, γκρίζοι, με σκυμμένο κεφάλι, και βγάλαμε τον μπερέ μόνο όταν μας διέταξε ο γερμανός. Άνοιξε η καταπακτή, το σώμα τρομακτικό, σπαρτάρισε. Η μπάντα ξανάρχισε τη μουσική της κι εμείς, παρελάσαμε μπροστά από το σύντροφο που ψυχορραγούσε.

Κάτω από την αγχόνη στέκονται οι Ες-Ες και μας κοιτούν καθώς περνάμε με απάθεια: το έργο τους ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Τώρα πια οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν, δεν απέμεινε κανείς γενναίος ανάμεσά μας και για τους άλλους ένα απλό χαλινάρι ήταν αρκετό. Οι Ρώσοι μπορούν να έρθουν. Θα μας βρουν υποταγμένους, σβησμένους, άξιους του θανάτου που μας περιμένει.

Να εκμηδενίσεις τον άνθρωπο είναι δύσκολο, όσο και να τον δημιουργήσεις: δεν ήταν απλό, πήρε χρόνο, αλλά τα καταφέρατε, Γερμανοί. Είμαστε υπάκουοι, κάτω από το βλέμμα σας. Δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα από μας: καμιά πράξη αντίστασης, καμιά λέξη πρόκλησης, κανένα κριτικό βλέμμα.

Ο Αλμπέρτο και εγώ γυρίσαμε στο παράρτημα, και δεν μπορέσαμε να κοιταχτούμε στα μάτια. Αυτός ο άντρας θα πρέπει να ήταν γενναίος, φτιαγμένος από διαφορετικό μέταλλο, εμείς λυγίσαμε, αυτός όχι. Γιατί είμαστε νικημένοι, συντετριμμένοι, ακόμα και αν προσαρμοστήκαμε, ακόμα και αν μάθαμε να βρίσκουμε την τροφή μας και να αντέχουμε στο κρύο και την κούραση, ακόμα και αν επιστρέψουμε