Αναμνήσεις από ένα ψιλικατζίδικο

Όντας ένα φαγανό παιδί και έφηβος, έχω να θυμάμαι συγκεκριμένα μαγαζιά όπου προμηθευόμουν τις αγαπημένες μου λιχουδιές. Στο παρόν θα γράψω για το ψιλικατζίδικο του Αντρέα, όπως το λέγαμε.

Βρισκόταν στη συμβολή των οδών Δημητρίου Κρόκου και Χαβίνη, με είσοδο από τη Δημητρίου Κρόκου. Εκεί πρέπει να πρωτοπήγα για κάποιο θέλημα από την μητέρα μου. Σύντομα, άρχισα να το επισκέπτομαι και ιδία πρωτοβουλία, το καλοκαίρι για τα θεσμοθετημένα απαραίτητα παγωτά – νομίζω είχε ψυγείο της Δέλτα – και για τα αυτοκόλλητα της πανίνι – το καλοκαίρι που έγινε το Γιούρο του ‘88 στη Γερμανία, κόντεψα για πρώτη και μοναδική φορά να συμπληρώσω το άλμπουμ, σίγουρα πάντως συμπλήρωσα την αποστολή της υπερομάδας τότε της Σοβιετικής Ένωσης, με Μιχαϊλιτσένκο, Ντασάεφ, Προτάσοφ, Λιτόφτσενκο, Ζαβάροφ και πάει λέγοντας.

Ο Αντρέας ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος – και ακόμα είναι! Δεν μας έκανε τη ζωή δύσκολη που ήμασταν πιτσιρίκια, μας έκανε και σκόντο, λέγοντάς μας: πάρε και τα φέρνεις όποτε ξαναέρθ’ς. Μας κράταγε τα τεύχη από τα περιοδικά που μαζεύαμε, δηλαδή Μπλεκ και Αγόρι. Και φυσικά σοκολάτες, σοκοφρέτα και σερενάτα και τα αναψυκτικά που είχε μαλλιάσει η γλώσσα της μάνας μου να μην τα πίνουμε γιατί είναι ανθυγιεινά. Φυσικά είχε δίκιο και εξίσου φυσικά η αφεντιά μου δεν πτοούταν.

Αργότερα, το ψιλικατζίδικο το πήρε μια άλλη οικογένεια. Εμείς συνεχίσαμε να το τιμούμε. Πλέον η αδερφή μου ψώνιζε την Σούπερ Κατερίνα, ενώ εγώ το εβδομαδιαίο μπασκετικό περιοδικό με όνομα Τρίποντο, και το μουσικό περιοδικό Οζ (έπαιρνα και το Ποπ και Ροκ, αλλά αυτό στον Νικήτα, στο Πρακτορείο Εφημεριδών Αθηναϊκού Τύπο, γι’ αυτό θα γίνει λόγος σε άλλο άρθρο).

Το ψιλικατζίδικο εξακολουθούσαμε να το ονομάζουμε “του Αντρέα” σαν καλοί Πρεβεζάνοι – όσες φορές και να αλλάξει όνομα ή διεύθυνση ένα κατάστημα, στην Πρέβεζα διατηρεί το πρώτο όνομα, νόμος! Συνέχισα να προμηθεύομαι τις αγαπημένες ανθυγιεινές λιχουδιές και αναψυκτικά για πολλά χρόνια. Ως γνωστό, ότι αρχίζει, πρέπει κάποτε να τελειώσει, έτσι και το ψιλικατζίδικο του Αντρέα. Η οικογένεια που το είχε τελευταία άνοιξε λίγα μέτρα παραπέρα, στην Δ. Κρόκου και Μερκούρη παντοπωλείο, και παραμένουν ευγενικοί και ήπιων τόνων. Ο Αντρέας, γερός να’ ναι κάνει τις βόλτες του με το παπάκι του, αλλά και το ποδήλατό του όπως οι παλιοί Πρεβεζάνοι. Εγώ από τη μεριά μου, προμηθεύομαι τα γλυκά μου, σε περιόδους ανάγκης, από διάφορα μαγαζιά, άλλωστε δεν είμαστε πια παιδάκια. Εντούτοις, όποτε βγαίνω στη Δ. Κρόκου και στο ύψος της Χαβίνη βλέπω αυτό το άδειο και παρατημένο πρώην μαγαζί, ε, μια στενοχώρια τη νιώθω, όχι για τις κοκακόλες και τις σοκολάτες που κάποτε ψώνιζα, όσο για τα παιδικά μου χρόνια που έχουν περάσει και ό,τι ζήσαμε απ’ αυτά το ζήσαμε και δεν έχει άλλο. Αλλά, όπως θα έλεγε κι Δημήτρης Πουλικάκος: Δεν θα πεθάνουμε κι όλας!

Κ. Μιχαήλ