Ακόμα ένα ποίημα για την Κυριακή – Διονύσιος Σολωμός

Η ποιητική σύνθεση “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι” για τον Διονύσιο Σολωμό ήταν έργο ζωής. Πηγή έμπνευσης ήταν η δωδεκάμηνη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ, από στεριά και θάλασσα, μεταξύ Απρίλη 1825 και Απρίλη, Κυριακή των Βαϊων 1826. Λέγεται ότι ο ποιητής από τη Ζάκυνθο όπου βρισκόταν, άκουγε τον απόηχο των κανονιοβολισμών που έριχναν οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις των πολιορκητών. Ο ποιητής έγραφε, και ξαναέγραφε την σύνθεση προσπαθώντας να βρει την ιδανική εκδοχή. Ο Ιάκωβος Πολυλάς εντόπισε και διέσωσε τρία διαφορετικά μεταξύ τους σχεδιάσματα. Σε κάθε στίχο αποτυπώνεται το μαρτύριο των πολιορκημένων από την πείνα, την ενδεχόμενη λιποψυχία, αλλά και τον όλο και πιο βέβαιο θάνατο. Στο απόσπασμα που επέλεξα, και που διαθέτει τον επιμέρους τίτλο “Ο Πειρασμός”, ο Σολωμός παρουσιάζει το φυσικό περιβάλλον σαν ένα σκηνικό όπου η φύση οργιάζει, δυσκολεύοντας ακόμα τη ζωή των υπερασπιστών του Μεσολογγίου. Βάζει την άνοιξη, να παίζει τον ρόλο του πειρασμού που θα ένιωθαν, πιθανόν, οι έγκλειστοι αγωνιστές, να υποταχθούν και να λυθεί η πολιορκία ώστε να γευτούν τις ομορφιές του “Έρωτα” και του “ξανθού Απρίλη”. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη, απλά ο ποιητής έχει σαν στόχο να αναδείξει ακόμη περισσότερο το μεγαλείο της θυσίας των πολιορκημένων, με κορύφωση την ηρωική έξοδο ξημέρωμα 26ης Απρίλη, Κυριακής των Βαϊων.

Ελεύθεροι Πολιορκημένοι
Γ’ σχεδίασμα (απόσπασμα)

Ὁ Πειρασμός.

Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.