Ένα ποίημα για την Κυριακή – Γιάννης Ζελιαναίος

“Ένα εκατομμύριο κουράγια”

Ένας άντρας σηκώνεται
φοράει τα καλά του
πληρώνει για άλλη μια φορά τους λογαριασμούς του
και αναρωτιέται πίσω απ’ την αναιμική δουλειά του
όλα εκείνα που πήγαν χαμένα στην πορεία
Ένας άντρας φοράει τις παντόφλες του
χτενίζει τρεις φορές τα μαλλιά του
πλένει την ατσαλάκωτη μούρη του
μπροστά από ένα καθρέφτη
και σκέφτεται το ήρεμο μάζεμα
της απαίδευτης τραγωδίας του
Ένας άντρας γερνάει
παχαίνει και το μόνο που κάνει
είναι να βάζει την καθοριστική τελεία
σε κάθε προσπάθεια
Τελικά
το κουράγιο ενός δειλού
είναι πάντα πιο τρανό απ’ όλα τα υπόλοιπα
κι ο φόβος σου ξύνει την πλάτη
ακόμα κι όταν κάθεσαι στη γωνία
Αλλά εγώ φίλε είμαι δειλός
και γέννησα κουράγια μέσα απ’ την απογοήτευση
είμαι δειλός κι έχω μάθει
να ξετρυπώνω μαγικά μέσα απ’ την κατήφεια
θυμάμαι την γιαγιά μου πριν πέσω για ύπνο
κι αφήσω τούτο το καταραμένο καροτσάκι σ’ εκείνη τη γωνία.
Ο πάτος έπεσε απ’ έξω
και όλα έσπασαν.
Λοιπόν
η Βίβλος λέει πως
ότι εγένετο στο σκοτάδι θα ξαναβρεθεί στο φως
και αν η Βίβλος λέει πως δεν πρέπει να αμφισβητείς τα πράγματα
μερικές φορές κάποια από αυτά και κάποιοι άνθρωποι
εξαφανίζονται μέσα στη νύχτα
και δεν ακούς κουβέντα πάλι γι’ αυτούς.
Φέρτε μου λοιπόν,
όχι το κεφάλι του Αλφρέντο Γκαρσία
αλλά του Ιωάννη του Βαπτιστή
για να νιώσω λίγο καλύτερα

Γιάννης Ζελιαναίος
1978