Που λες, είχα βγει χθες. Βρήκα παρεούλα, ένα ζευγάρι, φίλοι μου τα παιδιά, τα ‘παμε, καλά ήταν.
Γενικά, έχει κόσμο, τουρίστες, Αγγλάκια πολλά. Πίνουν αβέρτα αλλά κάθονται φρόνιμα, δεν κάνουν φασαρία. Κι ούτε, βέβαια, βγάζουν όπλο σαν εκείνον τον γκασμά. Να με συμπαθάς, αλλά τι πάει να πει “είχε πιει”; Όπλο; Αλήθεια τώρα;
Όπως έλεγα, έχουν κόσμο τα μαγαζιά. Τα πιο τρέντι τιγκάρουν, τα πιο εναλλακτικά όχι, αλλά κι αυτά είναι σε πολύ καλό δρόμο.
Είναι ωραία που έχει κόσμο ρε φίλε. Αλλάζει το τοπίο, βλέπεις νέες φάτσες κι αυτό είναι καλό γιατί σου φτιάχνει η ψυχολογία. Μόνο λίγο προσοχή θέλει. Τα ξημερώματα στη Λ. Ειρήνης ένας τελεμές οδηγούσε ένα τζιπ που μου έμοιαζε με Λάντα Νίβα. Ε, έτρεχε σα να μην πω τι. Ξαναλέω, στη Λ. Ειρήνης, σε κατοικημένη περιοχή, την ώρα που νέα παιδιά ανέβαιναν να βρουν να τσιμπήσουν κάτι, ξες να στρώσει το στομάχι μετά από τα πιόματα. Ο αθεόφοβος, φαινόταν να έχει και συνοδηγό. Ο τύπος δεν ένιωθε, κανονικά και με το νόμο…
Αυτά δε στα λέω για να σε τρομάξω ούτε για να μη βγαίνεις τα βράδια. Να βγαίνεις και να γλεντάς. Απλά να έχεις το νου σου, τίποτ’ άλλο.
Τι λες; Πώς και μιλάω καθαρά; Γούσταρες μωρή λουλού που έκοβα τις λέξεις σαν τους Πρεβεζάνους α; Για να γελάς με μας τους χωριάτες; Εσύ τι είσαι; Α, είπα μήπως. Έτσι φρόνιμος να ‘σαι κι εγώ με τον καφέ θα σε κερνάω μπουγάτσα.
Τάα λέμε!
Ο Νυχτοκρώλης